Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008
Νανούρισμα
θέλω να τραγουδήσω,
στην αγκαλιά μου τρυφερά
θέλω να σε κρατήσω.
Μ’ ονειροσέντονο απαλό
ζεστά να σε σκεπάσω
πούχει στολίδια και φλουριά
αγάπη, προσευχή, καρδιά.
Το κέντησα για σένανε
κλωστές από μετάξι
της άνοιξης τα χρώματα
της θάλασσας τη χάρη
τ’ αηδονιού τη μουσική
το φως απ’ το φεγγάρι
Έχει αστέρια λαμπερά
όνειρα για να κάνεις,
έχει αγέρα δροσερό
χάδι που διώχνει το κακό.
Όμως…τ’ ονειροσέντονο μικρό,
και σαν το ξεπεράσεις
να το πετάξεις μακριά.
Μη λυπηθείς, μη φοβηθείς
ακόμη κι αν σπαράξω.
Εσύ μεγάλο τώρα πια
κεντίδια και μαλάματα
πιο λαμπερά, πιο χαρωπά,
δικά σου θε να φτιάξεις.
Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008
γευσιγνωσία δεύτερη
γευσιγνωσία πρώτη
Πιστεύω να βρω την ηρεμία μου μέσα στο πλήθος και να γίνω ένα με τους ήχους της πόλης σύντομα. Τα χρώματά της με συναρπάζουν. Όπου κοιτάξω βλέπω χρώματα όπως αυτά της ίριδας. Όλη η πόλη μια υπαίθρια αγορά που πουλά αγαθά παντός είδους. Θυμώνω με τον εαυτό μου που παρασύρεται και αφήνει να τον παγιδεύσει η δίνη του μοντέρνου. Δεν έχω σκοπό να αφεθώ πλήρως το ορκίζομαι ˙ απλά θέλω για λίγο να γευτώ την νοτιά της, πασχίζω να ζωντανέψω στους ατελείωτους δρόμους της και να χαθώ στα κτίρια που μοιάζουν όλα φτιαγμένα από τα χέρια του ίδιου καλλιτέχνη.
Θέλω να χαζέψω τις βιτρίνες στην πιο πολυσύχναστη λεωφόρου του καταναλωτισμού, τουρίστας στα κόκκινα λεωφορεία γυρεύω σε κάθε φωτογραφία να φυλάξω λίγη από την μαγεία του σύμπαντος που ζω… Την ίδια στιγμή η γη αγκομαχά κάτω από τον ήλιο και οι καρδιές που περιδιαβαίνουν και αλλάζουν στάσεις και δρομολόγια μύριες στον υπόγειο σιδηρόδρομο.
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008
Ο Μύθος των Τεσσάρων Καβαλάρηδων. Επεισόδιο 2: Η Αφύπνιση
« Μπα, ξύπνησες; Πως και τόσο νωρίς; Ο ήλιος λάμπει ακόμα ».
« Ως υβριδικό βαμπίρ αυτό δεν με ενοχλεί ιδιαίτερα. Τελοσπάντων, είχαμε τίποτα καινούργιο σήμερα; Κανένα νέο από τα άλλα μέτωπα; ».
« Όχι. Ο Μιλτιάδης λέει ότι είναι πολύ πιθανόν να προχωρήσουμε πέρα από την κοιλάδα. Ο σκοπός μας εδώ έχει ολοκληρωθεί, τουλάχιστον απ ότι λέει εκείνος ».
« Και που θα πάμε τώρα ;».
« Ίσως σπεύσουμε προς ενίσχυση του βορειοδυτικού μετώπου. Η Δρυκίλλη βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση πολιορκίας και απ ότι ακούω δεν ξέρουν πόσο θα μπορέσει να κρατήσει ακόμα. Χρειάζεται ενισχύσεις, αυτό είναι σίγουρο ».
« Να αρχίσουμε δηλαδή να πακετάρουμε τις σκηνές και τον εξοπλισμό μας; ».
« Όχι ακόμα. Το επιτελείο δεν έχει πάρει την οριστική του απόφαση. Κι εκτός αυτού πρέπει να κάνουμε έναν τελευταίο έλεγχο στην περιοχή πριν φύγουμε. Προσωπικά λέω να λάβω μέρος στην τέταρτη περιπολία που θα γίνει σε δυο ώρες ».
« Τότε θα έρθω κι εγώ ».
<< Καλώς. Α, και κάτι ακόμα. Μήπως είχες κανέναν άλλον εφιάλτη; >>.
<< Μετά τον προχθεσινό; Όχι ευτυχώς. Μάλλον δεν είχε και μεγάλη σημασία
τελικά >>.
<< Μακάρι >>, μουρμούρισε ο Αλέξης που διατηρούσε τις αμφιβολίες του. Ωστόσο η προσοχή του διασπάστηκε από την έκφραση που είχε πάρει το πρόσωπο της Νάλιας. Οι σκηνές τους ήταν τοποθετημένες κοντά στην πύλη του στρατοπέδου και έτσι ήταν σε θέση να δουν όποιον νεοφερμένο ερχόταν στο στρατόπεδο. Ο Αλέξης πρόσεξε ότι τα χαρακτηριστικά της είχαν τραβηχτεί δίνοντας της μια έκφραση φόβου και δυσπιστίας.
<< Δεν μπορεί >>, ψιθύρισε.
<< Τι δεν μπορεί; >>, τη ρώτησε ο νεαρός.
<< Πως βρέθηκε αυτός εδώ; >>, ρώτησε το θηλυκό βαμπίρ μέσα από τα δόντια του. Ο Αλέξης γύρισε να δει τι ήταν αυτό που την είχε αναστατώσει τόσο πολύ.
Έξω από την πύλη είχε σταματήσει ένας μονόκερως και από πάνω του ξεπέζευε εκείνη τη στιγμή ένας μελαχρινός νεαρός γύρω στα δεκαοχτώ. Δεν φορούσε πανοπλία παρά μόνο μια απλή φόρμα ιππασίας που θα τον διευκόλυνε πολύ πάνω στον μονόκερω.
<< Τι τρέχει μ’ αυτόν; >>, ρώτησε ο Αλέξης που εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει και πολλά.
<< Τον είχα δει στον εφιάλτη μου >>, είπε με φρίκη η Νάλια. << Πρέπει να κάνουμε κάτι. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε να μπει έτσι στο στρατόπεδο >>, είπε και σηκώθηκε βαδίζοντας αποφασιστικά προς την μεριά της πύλης.
Ο νεαρός ιππέας μιλούσε με έναν από τους φρουρούς της πύλης όταν πλησίασε η Νάλια.
<< Θα πρέπει να απευθυνθείτε στο κέντρο πληροφοριών. Μάρκο συνόδεψε τον λίγο μέχρι εκεί >>.
<< Περιμένετε!! >>, πρόσταξε η Νάλια που είχε πλησιάσει. << Δεν πρέπει να τον αφήσετε να μπει μέσα στο στρατόπεδο. Είναι επικίνδυνος >>.
Ο νεαρός γύρισε και την κοίταξε με ένα ύφος που πρόδιδε ότι διασκέδαζε μ αυτή την χαριτωμένη σκηνή.
<< Με συγχωρείτε δεσποινίς αλλά δεν θυμάμαι να σας έχω συναντήσει ποτέ ως τώρα. Γι αυτό αν μου επιτρέπετε έχω κι άλλες δουλείες… >>.
<< Όχι >>, είπε αποφασιστικά η Νάλια φράζοντας του τον δρόμο. << Σε είδα σε ένα εφιάλτη προχθές. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο >>. Το πρόσωπο του σκοτείνιασε μόλις άκουσε αυτά τα λόγια.
<< Α, βλέπω ότι είχες την ατυχία να δεις το προμήνυμα >>.
<< Το ποιο; >>, ρώτησε ο Αλέξης.
<< Το προμήνυμα των Τεσσάρων Καβαλάρηδων νεαρέ >>, στράφηκε στον Αλέξη με τους φρουρούς να τον κοιτάνε σαστισμένοι. << Η προειδοποίηση που βλέπει κάποιος στον ύπνο του όταν ξυπνάνε οι Τέσσερις Καβαλάρηδες. Δεν πρόκειται για κάνα ευχάριστο όνειρο βέβαια, αυτό να λέγεται >>.
<< Ακριβώς. Κι αφού το παραδέχεσαι τότε δεν έχουμε κανένα λόγο να σε αφήσουμε να μπεις στο στρατόπεδο >>, του είπε η Νάλια. Οι φρουροί έδειξαν να συμφωνούν μαζί της και τώρα κοιτούσαν τον νεαρό με δυσπιστία και τις λόγχες τους στραμμένες πάνω του.
<< Κάνετε λάθος >>, τους απάντησε εκείνος ήρεμα. << Δεν είμαι εδώ για να σας κάνω κακό αλλά για να σας προστατέψω από τα αδέρφια μου. Αν είδες το προμήνυμα όπως λες τότε θα θυμάσαι ότι ο τελευταίος καβαλάρης δεν ήταν σαν τους προηγούμενους αλλά προσπαθούσε να προστατέψει τα θύματα τους. Αυτό κάνω κι εγώ λοιπόν >>.
<< Αυτό είναι γεγονός >>, παραδέχτηκε η Νάλια αν και συνέχιζε να τον κοιτάει δύσπιστα. << Έστω κι έτσι. Τι θες εδώ; >>, τον ρώτησε.
<< Πληροφορίες. Πρέπει να μάθω κάποια πράγματα για τις κινήσεις των άλλων καβαλάρηδων >>.
Η Νάλια φάνηκε να διστάζει για μια στιγμή αλλά τελικά παραμέρισε και τον άφησε να περάσει. Ο νεαρός προχώρησε μπροστά με τη συνοδεία του Μάρκου που τον πήγαινε στο κέντρο πληροφοριών του στρατοπέδου. Ο Αλέξης και το θηλυκό βαμπίρ τον ακολουθούσαν κατά πόδας. Όταν έφτασαν ο νεαρός άρχισε να κάνει διάφορες ερωτήσεις στον αρμόδιο του γραφείου.
<< Μήπως ξέρετε αν συνέβη κάποια απαγωγή η κάποιο εξαιρετικά ειδεχθές περιστατικό βασανισμού από προχθές; >>.
<< Όχι, δεν μας έχει έρθει καμία τέτοια αναφορά >>, του απάντησε εκείνος κοιτώντας τον λοξά γιατί ήταν πολύ ασυνήθιστο να ζητάει κάποιος τέτοιου είδους πληροφορίες σε ένα στρατόπεδο και μάλιστα όταν υπήρχαν πολύ πιο επείγουσες εξελίξεις. Ωστόσο ο νεαρός δεν φάνηκε να πτοείται.
<< Κάποια καταστροφή μεγάλης κλίμακας όπου τα θύματα να βασανίστηκαν βάναυσα; >>.
<< Όχι, τίποτα τέτοιο >>, απάντησε και πάλι ο αρμόδιος υπάλληλος κοιτώντας τον ακόμα πιο παράξενα.
<< Κάποια τρομοκρατική επίθεση τότε; >>.
<< Όχι, δεν είχαμε κανένα τέτοιο περιστατικό στα εδάφη μας >>.
<< Παράξενο >>, σχολίασε απογοητευμένος ο νεαρός. << Περίμενα ότι μέχρι τώρα θα είχαν ήδη αρχίσει >>.
<< Ποιοι; >>, τον ρώτησε ο Αλέξης.
<< Οι άλλοι καβαλάρηδες φυσικά. Μέχρι τώρα δεν έχουν κάνει τίποτα, πράγμα που είναι ασυνήθιστο γι αυτούς. Μπορεί ωστόσο να συμβεί κάτι μέχρι το βράδυ. Δεν μπορώ να καταλάβω όμως… >>. Την τελευταία φράση την είπε περισσότερο στον εαυτό του παρά στους άλλους γύρω του.
Ωστόσο ούτε κι όταν νύχτωσε ήρθε στο στρατόπεδο κάποια ανησυχητική είδηση από το είδος που περίμενε ο νεαρός και η ανησυχία του μεγάλωσε.
« Μα καλά τι γίνεται; Μέχρι τώρα έπρεπε να είχαμε τουλάχιστον πέντε επιθέσεις. Τι στην ευχή κάνουν; Και γιατί δεν μπορώ να νιώσω το στέμμα; », μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του. Ο Αλέξης και η Νάλια τον είχαν πάρει από κοντά αλλά δεν κατάφεραν να του πάρουν και πολλές πληροφορίες. Μετά από πολλή ώρα τους είπε ότι το όνομα του ήταν Κάδμος. Κατά τα άλλα δεν είχε και πολλή όρεξη για κουβέντες. Μονάχα πηγαινοερχόταν μέσα κι έξω από την πύλη του στρατοπέδου κοιτώντας πότε τον ορίζοντα και πότε τον θηλυκό του μονόκερω. Σε αντίθεση με τον καβαλάρη της εκείνη ήταν τελείως χαλαρή. Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν επέστρεψε το απόσπασμα του Μιλτιάδη.
<< Κανένα νέο; >>, τον ρώτησε ο Αλέξης.
<< Όχι, μπορούμε να μετακινηθούμε ανατολικά τώρα πια. Ολόκληρη η περιοχή περιμετρικά της κοιλάδας είναι υπό τον έλεγχο μας. Δεν διατρέχουμε κανένα κίνδυνο αν προελάσουμε >>. Μόλις όμως το βλέμμα του έπεσε στον Κάδμο άλλαξε απότομα στάση. Το βλέμμα του από εκεί που ήταν αδιάφορο έγινε έκπληκτο.
<< Κάδμε…; Εσύ εδώ; Πότε ξύπνησες; >>, τον ρώτησε ανήσυχος.
<< Μόλις σήμερα το πρωί. Κι εδώ που τα λέμε εγώ θα έπρεπε να σου κάνω αυτή την ερώτηση. Πάνε έξι χρόνια από την τελευταία φορά που σε είδα στη Νιδράλλη. Δεν φαντάζομαι να μην έφυγες καθόλου; >>.
<< Όχι επέστρεψα πριν από ένα χρόνο εδώ. Ήδη έχει ξεσπάσει ο πόλεμος που περιμέναμε. Πριν ένα μήνα μάλιστα κερδίσαμε την πρώτη μεγάλη μας νίκη. Αλλά εσύ τι έκανες μέχρι τώρα; Είναι κάπου εδώ κοντά τα αδέρφια σου; >>, τον ρώτησε ανήσυχος.
<< Όχι κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα >>, ξεφύσηξε εκνευρισμένος ο Κάδμος. << Από την ώρα που ξύπνησα δεν μπορώ να νιώσω ούτε καν την παρουσία του Στέμματος >>.
<< Και τι σημαίνει αυτό; >>.
<< Μακάρι να ήξερα >>.
<< Συγνώμη >>, τους διέκοψε η Νάλια, << αλλά μήπως μπορείτε να μας εξηγήσετε τι ακριβώς συμβαίνει; Και καταρχήν ποιος ακριβώς είναι αυτός ο νεαρός; Από πού τον ξέρεις εσύ; >>, ρώτησε τον Μιλτιάδη. Ο Αλέξης και οι φρουροί της πύλης μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του αποσπάσματος παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον τη συζήτηση.
<< Υποθέτω ότι θυμάσαι σε γενικές γραμμές τον Μύθο των Τεσσάρων Καβαλάρηδων >>.
<< Περίπου. Πάνε αρκετά χρόνια που διάβασα αυτό το παραμύθι >>.
<< Παραμύθι; Ώστε έτσι ε; >>, είπε ειρωνικά ο Κάδμος.
<< Νάλια σου έχω ήδη πει ότι αυτή η ιστορία μόνο φανταστική δεν είναι αλλά από ότι βλέπω δεν εννοείς να το χωνέψεις. Ευκαιρία λοιπόν να πλουτίσουμε όλοι τις γνώσεις μας. Κάπου εδώ έχω ένα αντίγραφο, μισό λεπτό να το βρω >>. Ανακάτεψε λίγο τα πράγματα του και ύστερα έβγαλε ένα χειρόγραφο τριών περίπου σελίδων.
<< Ωραία, το βρήκα, ελάτε στη σκηνή μου Κάδμε, Αλέξη και Νάλια. Έχουμε να συζητήσουμε αρκετά >>.
Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008
Breaking the law with you
before I sleep I forget everything
thanks to you,
but when I wake up, rushing to go,
my little problems grow again
and I am afraid
cause I am breaking the law with you
the law of every state
even the law of my concerning nature
my romantic thoughts sometimes make me worry so much
that I ignore the fire inside
and the happiness around it eludes me
but breaking the law with you
my baby
I find it and I lose it
again and again
becoming serial or not?
I have not the answers to questions I shouldn't even ask
my mind takes control of my reality
my dreams come and go once again
I wonder
will I break the law with you again?
Will I resist?
Should I?
Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008
Και έσονται οι δύο εις σάρκα μία
Την ευτυχία ψάχνοντας να βρω
πήγα ταξίδια μακρινά
γνώρισα κόσμο όμορφο
γλυκό φαΐ, γλυκό πιοτό δοκίμασα.
Μα όλοι οι τόποι, ίδιοι μου φάνηκαν
παντού το ηλιοβασίλεμα το ίδιο με πονούσε
και του αγέρα η αύρα την ανάσα μου έκοβε.
Το πράσινο το μπλε και το λευκό
στον ίδιο καμβά πάλευαν
και φιλιώνανε.
Μα δεν μου φτάνανε.
Φίλους πολλούς στον ώμο άγγιξα απαλά
χαμόγελο ζεστό τους χάρισα.
Αγκαλιασμένοι σεργιανίσαμε σοκάκια χαρούμενα και φωτεινά.
Ήταν ωραία
Μα δεν μου φτάνανε
Δεν έμαθα ούτε να μιλώ ούτε να σιωπώ.
Μισή πορεύτηκα.
Μέχρι που τα δικά σου βήματα
στη πόρτα της καρδιάς μου στάθηκαν.
Σ’ ένα ταξίδι αλλιώτικο με κάλεσες.
Για να σ’ ακούσω μάτωσα
για να σε καταλάβω έσβησα όσα νόμιζα πως ήξερα
Δεν ήθελες να πας ταξίδια εξωτικά,
ούτε το φεγγάρι και τ’ άστρα σ’ ένοιαζαν.
Δεν ήθελες να φας ούτε να πιεις
αυτά που με χαρά σου ετοίμασα.
Κι έτσι έγινε και έμαθα να στρώνω αλλιώς το τραπέζι
και μέσα σου να ταξιδεύω το ταξίδι της αγάπης.
Μέχρι που εκείνη τη στιγμή
Την μυστήρια κι ευλογημένη
που στα πικρά μου δάκρυα
είδα την μικρή, μισή μου εικόνα,
μια χαραμάδα τόση δα, άνοιξε στην καρδιά μου.
Ξεχείλισε ο πόνος και το φως
Τώρα ξέρω πως όταν η καρδιά μου διάπλατα ανοίξει
ολόκληρος μέσα για να μπεις
Φωνή ωδίνης δυνατή θα κλάψω
κι εσύ δεν θάσαι πια ο άλλος
κι εγώ δεν θάμαι πια μισή.
Ώστε ουκέτι εισί δύο αλλά σαρξ μία.
Τρίτη 26 Αυγούστου 2008
The end
I quit.
I will forget now, following my new roads.
Cause you 've nothing good to offer and I know what I deserve.
I salute you, though I never really got to know who you are.
But I won't remain in the dreams.
My reality is waiting and you
-at least for the present-
are not part of it.
As for the hope that we might come in touch some day,
let it be.
It may be erased some day,
some day I won't care any way.
And if you, surprisingly, have something for me,
prove it.
I am not the hunter.
I am a traveller.
Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008
Nocturne
Στην άκρη του δρόμου μια σκιά
Μια μαύρη αγκαλιά να με πάρει κοντά
Να με πάει μακριά- να ξεχάσω ότι ζω
Κοίτα πιο κει χαράζει
Ο κόσμος γεννιέται, ένα μαύρο λουλούδι
Ακολουθώ τη νύχτα
Δε θέλω να φύγει- κρύβει την ασχήμια
Το σκοτάδι κρύβει και μενα.
Δε μπορώ να αντικρίσω τον κόσμο
Δε μπορώ να δω τον εαυτό μου
Μια γκρίζα σκιά πάνω στο μαύρο λουλούδι
Ένα ματωμένο αγκάθι
Μη μ’ αφήσεις να αντικρίσω το φως
Με πληγώνει…
Νύχτα – μητέρα κάλυψε με στο σκοτάδι σου
Φτερό αγγέλου μες στη λάσπη
Ένας Χριστός πάνω στο σταυρό
Ένα δέντρο μαραζώνει
Κάπου εδώ η ζωή μου τελειώνει
Το χιόνι πέφτει
Η νύχτα φεύγει
Η ψυχή μου παγώνει
Οι πρώτοι στίχοι που έγραψα, πριν 3 χρόνια. Όταν το έγραψα ημουν πάρα μα πάρα πολυ χαρούμενος!!!!
Κλέαρχος
Κυριακή 3 Αυγούστου 2008
Ο Μύθος των Τεσσάρων Καβαλάρηδων. Επεισόδιο 1: Ο Εφιάλτης της Νάλια
Είχαν περάσει δύο εβδομάδες μετά τη μεγάλη νίκη των δυνάμεων αντίστασης στο Μαρκτ Πεταδέλ και το στρατόπεδο ήταν ήρεμο εκείνη τη νύχτα. Για λίγη ώρα έμεινε στο κρεβάτι κι αναρωτιόταν τι να κάνει. Σε λίγο είδε ότι άρχιζε να ξημερώνει. Πήρε γρήγορα την απόφαση της. Σηκώθηκε, ντύθηκε ελαφρά και πήγε σε μια σκηνή που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα από τη δική της. Μόρφασε ελαφρά καθώς οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω της. Αν και η μετάλλαξη της την προστάτευε από τις συνέπειες που θα είχε το φως για κάποιον άλλο βρικόλακα δεν την έκανε να νιώθει κι ευχάριστα στη διάρκεια της μέρας. Μπαίνοντας στη σκηνή πήγε κατευθείαν στο μοναδικό κρεβάτι και σκούντηξε τον νεαρό που κοιμόταν ακόμα.
<< Αλέξη ξύπνα >>, του είπε νευρικά. Μετά από λίγα σκουντήματα ακόμα, εκείνος ξύπνησε και την κοίταξε απορημένος.
<< Νάλια; Τι έπαθες; Πως και είσαι ξύπνια τέτοια ώρα; >>.
<< Άστα, που να σου λέω. Είδα ένα φοβερό όνειρο πριν από λίγο. Δεν έχω συνέλθει ακόμα >>.
<< Έναν εφιάλτη; Και τι ήταν; Μήπως ένα μάτσο σκόρδα; >>.
<< Σοβαρέψου >>, του απάντησε εκείνη νευριασμένη. << Νομίζω ότι είδα κάτι σαν προμήνυμα του μέλλοντος >>.
<< Δηλαδή; >>, ρώτησε ο Αλέξης που είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι του με ανανεωμένο ενδιαφέρον.
<< Ήταν λίγο μυστήριο στην αρχή. Μας είδα όλους στην κοιλάδα του Μαρκτ Πεταδέλ. Ξέρεις, εσύ, εγώ, ο Μιλτιάδης κι όλοι οι άλλοι. Αλλά ήταν άθικτη όπως και πριν γίνει μάχη σ εκείνο το σημείο και είχε σκοτεινιάσει. Ήμασταν μόνο εμείς και οι δικοί μας. Κανείς άλλος. Και ξαφνικά όλη η κοιλάδα παίρνει φωτιά απ άκρη σ’ άκρη λες λαμπάδιασε η γη. Πριν μερικά δευτερόλεπτα ήταν όλα ήρεμα κι ωραία και τώρα ήμασταν παγιδευμένοι σε έναν πύρινο κλοιό όπου γύρω μας τα πάντα γινόταν στάχτη και ένας μελαχρινός καβαλάρης με μακριά μαλλιά ως τον ώμο κάλπαζε γύρω από τον
κύκλο >>.
<< Κάλπαζε; Δηλαδή όλο το μέρος καιγόταν κι αυτός έκανε κύκλους γύρω σας; >>.
<< Ναι. Στη θέα του ένιωσα το αίμα μου να παγώνει στις φλέβες μου. Ξέρεις ότι δεν είμαι καμία φοβιτσιάρα αλλά αυτός ο τύπος είχε μια αύρα απίστευτα σκοτεινή και καταχθόνια. Με κάθε γύρο που έκανε ο πύρινος κλοιός στένευε όλο και περισσότερο γύρω μας. Καθώς στριμωχνόμασταν ο ένας κοντά στον άλλον τον άκουσα να λέει: Τρέμετε θνητοί και απελπιστείτε. Γιατί από τον Αντύππα, τον Καβαλάρη του Τρόμου δεν μπορεί να υπάρξει καμιά σωτηρία. Ο φόβος που νιώθετε τώρα είναι μια μικρή μονάχα γεύση του τρόμου και της φρίκης που θα δοκιμάσετε αργότερα. Η φωνή του είχε ένα σαρδόνιο και χαιρέκακο τόνο. Πραγματικά το διασκέδαζε. Είχα παραλύσει από τον τρόμο και δεν μπορούσα ούτε καν να σκεφτώ όταν προς μεγάλη μου ανακούφιση ο Καβαλάρης του Τρόμου απομακρύνθηκε. Ωστόσο ο κλοιός παρέμεινε σταθερός και σε λίγο πήδηξε μέσα ένας άλλος καβαλάρης. Το άλογο του είχε κόκκινο τρίχωμα ενώ η χαίτη του και η ουρά του ήταν μόνιμα φλεγόμενες. Αλλά εκείνος ήταν πολύ πιο ενδιαφέρων. Ήταν καστανομάλλης, εξαιρετικά μεγαλόσωμος και μυώδης, σωστός γίγαντας, και πολύ ψηλός με φαρδιές πλάτες. Γύρισε και μας κοίταξε και τότε διέκρινα μια λάμψη σαδισμού στα μάτια του. Ξεπέζεψε από το άλογο του και κατόπιν μας μίλησε με μια φωνή πιο μπάσα και πιο σκληρή από του προηγούμενου. Ο φόβος είναι απλώς ο πρόλογος και η εισαγωγή για ότι ακολουθεί μετά. Εγώ, ο Άρης, ο Καβαλάρης του Πόνου θα σας διδάξω την έννοια της λέξης ΄΄υποφέρω΄΄ στην πράξη. Μην επιχειρήσετε να αντισταθείτε, δεν έχει κανένα νόημα.
Ύστερα ύψωσε την παλάμη του προς το μέρος κι αμέσως ένιωσα σαν να ξεσκίζονται τα σπλάχνα μου και να τρυπάει το σώμα μου από χίλιες μεριές. Έπεσα κάτω ουρλιάζοντας αλλά ο πόνος ήταν τόσο συντριπτικός που δεν μπορούσα ούτε καν να κουνηθώ. Και τότε άκουσα μια άλλη φωνή πιο λεπτή και εκλεπτυσμένη από τις άλλες δυο αλλά και πιο πονηρή. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα έναν ξανθό νεαρό να ξεπεζεύει από ένα μαύρο άλογο και να μας κοιτά με δυο πράσινα μάτια καρφωμένα πάνω μας με ενδιαφέρον.
Τα αδέρφια μου ασχολούνται μονίμως με τις πιο επιφανειακές διαστάσεις της φύσης του σώματος. Εγώ όμως, ο Λάΐος, ο Καβαλάρης του Χάους είμαι εδώ για να σας ξεναγήσω στους πιο σκοτεινούς διαδρόμους του μυαλού σας. Ετοιμαστείτε να γνωρίσετε σε όλο της το μεγαλείο την άβυσσο που κρύβεται μέσα σας. Μην περιμένετε όμως να επιστρέψετε σώοι από ένα τέτοιο ταξίδι. Ο εγκέφαλος είναι ένα πολύ ευαίσθητο όργανο και η τρέλα είναι το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα μετά από μια τέτοια δοκιμασία. Σίγουρα θα την βρείτε πολύ ενδιαφέρουσα.
Με το που ολοκλήρωσε το λογύδριο του άρχισα να αισθάνομαι πολύ παράξενα, σαν να πετούσα και γύρω μου να μην υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από ένα σκοτεινό σύννεφο. Όλες μου οι αισθήσεις ήταν μπερδεμένες και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αυτό που άκουγα από αυτό που άγγιζα η έβλεπα. Ταυτόχρονα άρχισαν να υλοποιούνται γύρω μου οι σκέψεις που έκανα εκείνη τη στιγμή. Έβλεπα μπροστά μου διάφορα αντικείμενα από το παρελθόν μου όπως τα παιχνίδια μου και άκουγα διάφορες φωνές να μου μιλάνε. Το χειρότερο ήταν ότι δεν μπορούσα να ξυπνήσω και μετά από λίγο άρχισα να ξεχνάω ότι είχε γίνει πριν. Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι αυτή ήταν η πραγματικότητα όταν τα πάντα θόλωσαν από μια λευκή λάμψη που άστραψε μπροστά στα μάτια μου. Αμέσως επέστρεψα στην κοιλάδα αλλά τώρα δεν υπήρχε ούτε φωτιά ούτε τίποτα. Όλα είχαν γίνει όπως πριν. Κοντά μας στεκόταν όρθιος ένας τέταρτος νεαρός μελαχρινός με γαλάζια μάτια και ισορροπημένες σωματικές αναλογίες. Δίπλα του υπήρχε ένας λευκός μονόκερως, θηλυκός απ ότι κατάλαβα.
Μην ανησυχείτε, μας είπε καθησυχαστικά. Είμαι ο Κάδμος, ο Καβαλάρης του Θανάτου αλλά χαρίζω το θάνατο μόνο ως λύτρωση σε όσους έχουν υποφέρει όλη την κλίμακα των βασανιστηρίων των άλλων καβαλάρηδων. Όσο υπάρχω εγώ ποτέ δεν θα μπορέσουν να ολοκληρώσουν το έργο τους και το Στέμμα θα παραμείνει εσαεί απροστάτευτο ώσπου να βρεθεί εκείνος που θα το καταστρέψει και θα μας απαλλάξει μια για πάντα από την κατάρα του.
Τότε ήταν που ξύπνησα >>, είπε η Νάλια τελειώνοντας την αφήγηση της. Ο Αλέξης έμεινε σκεπτικός για λίγο.
<< Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι πρόκειται για προμήνυμα; >>.
<< Ο τόνος τους, το ύφος τους, η όλη κατάσταση γενικότερα. Αν τους έβλεπες θα καταλάβαινες και εσύ >>.
<< Γιατί δεν μιλάς στον Μιλτιάδη για αυτό; >>.
<< Εγώ; Αν έρθεις κι εσύ μαζί μου που τον ξέρεις καλύτερα >>.
<< Πολύ καλά. Πάμε στη σκηνή του >>.
Επανέλαβαν τον εφιάλτη και σ εκείνον και όταν τελείωσαν την ρώτησε: << Είσαι σίγουρη ότι τα ονόματα τους ήταν Αντύππα, Άρης, Λάΐος και Κάδμος; >>
<< Ναι >>.
<< Τότε δεν μας βλέπω καθόλου καλά. Αυτό το όνειρο μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Την αφύπνιση τους >>.
<< Μα ποιοι είναι; Τους ξέρεις; >>.
<< Δεν έχεις ακούσει ποτέ τον Μύθο των Τεσσάρων Καβαλάρηδων; >>.
<< Ναι, φυσικά. Είχα διαβάσει αυτό το παραμύθι όταν ήμουν μικρή >>.
<< Δεν πρόκειται για παραμύθι >>, είπε σοβαρά ο Μιλτιάδης. << Αυτή η ιστορία αναφέρεται σε υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα. Αυτά τα άτομα έγιναν γνωστά ως η Μάστιγα της Νιδράλλης. Αν όντως ξυπνήσουν δεν μας βλέπω καθόλου καλά >>.
Τρίτη 29 Ιουλίου 2008
What does it mean?
Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008
Απόψε το φεγγάρι έχει το χρώμα της πυρκαγιάς. Έτσι όπως ξεπροβάλλει αδέσποτο πίσω από το βουνό μοιάζει με λάβα που τρέχει με σκοπό να κάψει τις ψυχές των αστεριών, όσες περισσότερες προλάβει…
Πρώτη φορά το προσέχει και η Άννα, μια ψυχή που θα καεί κι αυτή. Ξαπλωμένη βράδυ, μόνη σε μια παραλία που την αγκαλιάζει, παρασύροντας με τα δάχτυλα την υγρή της άμμο.
Είναι πραγματικά πανέμορφο! Χάνει τις στιγμές και απλά το παρακολουθεί να χαράζει καίγοντας τον νυχτερινό ουρανό. Αυτή τη μέρα αγάπησε το φεγγάρι και το άφησε να ζει μέσα της. Αυτό για αντάλλαγμα της άπλωσε χρυσό χαλί πάνω στα γαλήνια νερά της θάλασσας, μήπως και θελήσει κάποτε να το φτάσει.
Ένα φεγγάρι πονηρός κλέφτης φωτός. Δε θα ‘πρεπε κανένας να το χάσει. Μακάρι να το βλέπανε και μαζί. Αλλά είναι επιλογή του να το βλέπουν χώρια. Κι όμως είναι κρίμα να τον αφήσει να το χάσει για ένα της πείσμα! Και ήθελε πολύ να του το δείξει. Γιατί το φεγγάρι το αποψινό ήταν δικό της, ολόδικό της. Και ήθελε να το μοιραστεί μαζί του, μόνο μαζί του. Πρέπει να τον ενημερώσει να το δει. Πριν να είναι αργά. Ήδη έχει αρχίσει να χάνει την φλόγα του. Τώρα να το δει που δε θα τον κάψει, αλλά που έχει διατηρήσει κάτι από τη ζεστασιά του.
«Στέφανε αν μπορέσεις δες το φεγγάρι, είναι πολύ όμορφο για να το χάσεις» πάτησε ‘αποστολή’ και το μήνυμα έφυγε. Ούτε που το ‘νιωσε ότι το έστειλε. Σαν να μην το στείλε ποτέ. Σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα και σαν να μη την είχε αρνηθεί ποτέ. Μόνο η καρδιά χτύπησε πιο γρήγορα, προσπάθησε να αντιδράσει. Κι όμως περίμενε μια απάντηση του… για μια έστω φορά…
Μόνη στην παραλία να κοιτάει ψηλά με το κύμα να δροσίζει τα πόδια της. Το φεγγάρι έχει από ώρα ανέβει. Έχει χάσει κάθε ζωντάνια, και έχει αποκτήσει ένα ψυχρό φιλντισένιο χρώμα. Το κινητό στα χεριά βουβό, ελπίζοντας βαθιά μέσα της να έχει χαλάσει. Το μόνο που σπάει την μονοτονία της σιωπής είναι ο αφρώδης ήχος της θάλασσας.
Το κινητό τελικά χτύπησε, και ξαναχτύπησε. Φίλοι που ίσως να την ένιωσαν και να θέλουν να τη συμπαρασταθούν. Φίλοι που την κάνουν να θέλει ακόμη περισσότερο να μείνει μόνη. Μέσα της το φεγγάρι της την έκαιγε, κάνοντας την ψυχή της ένα σωρό από στάχτη.
Φωνές από μακριά που την έψαχναν την έκαναν να ξεκολλήσει από το βαλτώδες παρόν. Αποχαιρέτησε κάθε λόγο που έβρισκε για να τον δικαιολογήσει -αυταπάτες για να μη πληγωθεί περισσότερο αντικρίζοντας ίσως μια άλλη αλήθεια- έσβησε τον αριθμό του απο το κινητό, μάζεψε τα σανδάλια από την άμμο, χαμογέλασε στον ουρανό και έφυγε προς τις φωνές που την νοιάζονταν.
Καληνύχτα φεγγάρι μου, θα σε θυμάμαι πάντα κι ας χάθηκες ένα ξημέρωμα στην αυγή.
Τρίτη 8 Ιουλίου 2008
Η πικρή γεύση του τσιγάρου
ή Το παλικάρι κι η κακιά μάγισσα.
ή Οι απελπισμένες συμβουλές μιας μάνας
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μωρό… Το πιο όμορφο, το πιο γλυκό, το πιο έξυπνο, το πιο δυνατό…
Όταν άνοιγε τα μάτια φωτιζόταν όλος ο κόσμος. Όταν γελούσε η γη πλημμύριζε με χρώματα… Είχε τη μαγική δύναμη ότι αγγίζει να ανθίζει και να μοσχοβολάει. Μα πιο πολύ απ’ όλα μοσχοβολούσε το ίδιο.
Και το μωρό άρχισε να μεγαλώνει…Άνθιζαν τα χαρίσματα που απλόχερα του είχαν χαρίσει η μοίρες. Μοσχοβολούσε η ομορφιά του, η λεβεντιά του, η εξυπνάδα του, η καλοσύνη του, η αγάπη του για τη ζωή, τους ανθρώπους, τη φύση… Κι όπως σ’ όλες τις ιστορίες της ζωής, η κακιά μάγισσα ζήλεψε το παλικάρι. Μεταμορφώθηκε σε πανέμορφη νεράιδα κι ήρθε κοντά του και του είπε: « Εσύ που έχεις όλα τα χαρίσματα του κόσμου μπορείς να γευτείς χαρές που άλλοι δεν μπορούν… Άνοιξε τα μάτια σου και δες πως η ζωή σε περιμένει. Ρούφηξε την με όλες σου τις αισθήσεις χωρίς όρια, χωρίς κανόνες. Αυτοί που λένε τάχα πως σ’ αγαπούν σου βάζουν όρους για την αγάπη τους, σου βάζουν κανόνες για το πώς να ζεις, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνεις γιατί φοβούνται πως αν παραβείς τους κανόνες τους, θα γίνεις πιο σπουδαίος απ’ αυτούς.» Κι έβγαλε η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα , από τη τσέπη της ένα τσιγάρο και το πρόσφερε στο σαστισμένο νέο. «Πάρε», του είπε. «Θα σε βοηθήσει να μεγαλώσεις, να ανακαλύψεις τα όρια σου, να απελευθερωθείς από τα μη και τα πρέπει.»
Κι ο νέος το πήρε, το έβαλε δειλά στο στόμα, το άναψε με στυλ - έτσι όπως έχει δει στις διαφημίσεις, τράβηξε μια ρουφηξιά. Του φάνηκε πικρό όμως δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε να νομίσει η πανέμορφη νεράιδα ότι φερόταν σαν παιδάκι. Ήθελε να δείξει ότι μεγάλωσε. Κι άρχισε σιγά σιγά να καπνίζει…να καπνίζει… να καπνίζει. Κι ο καπνός τον ζάλισε και νόμισε πως τον πήρε στα φτερά του και τον απελευθέρωσε. Τον απελευθέρωσε από τους κανόνες, σήκωσε το ανάστημα του στα πρέπει και στα μη, έγινε αποδεκτός από την πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα, μεγάλωσε…
Κι αυτοί που τον αγαπούσαν έβλεπαν πως δεν μοσχοβολούσε πια, παρά βρομούσε ολόκληρος καπνό και νικοτίνη. Τα μαλλιά του, τα ρούχα του, η ανάσα του, έχασαν το άρωμα της δύναμης του και της ομορφιάς του και μύριζαν τη σκλαβιά του στο πάθος του, την εξάρτηση του, τον εθισμό του. Μάταια του ζητούσαν να σταματήσει. Νόμιζε πως το έκαναν για να τον ελέγχουν… Και προτιμούσε να μπλέκει όλο και πιο πολύ στα δίκτυα της πανέμορφης νεράιδας – κακιάς μάγισσας γιατί με τα μάγια της τον έκανε να πιστέψει πως η δική της η σκλαβιά ήταν η αληθινή ελευθερία. Κι όλο του έλεγε « ότι ώρα θες μπορείς να φύγεις, όποτε εσύ επιλέξεις μπορείς να σταματήσεις το τσιγάρο.» Όμως αυτός δεν το επέλεγε ποτέ γιατί ο καπνός τον έκανε όλο και πιο αδύνατο, όλο και πιο σκλάβο και φοβόταν πώς αν επέλεγε να κόψει το τσιγάρο δεν θα τα κατάφερνε. Δεν ήθελε όμως να το παραδεχτεί αυτό, γι αυτό και έλεγε ότι ήταν επιλογή του να καπνίζει και πως «ότι ώρα θέλω μπορώ να το κόψω».
Και συνέχισε να ρουφά νικοτίνη, κι’ άλλα δηλητήρια, τυλιγμένα σ’ ένα άσπρο χαρτάκι, τυλιγμένα σ’ ένα απατηλό όνειρο ομορφιάς, μαγκιάς, γοητείας. Ήταν το δώρο της πανέμορφης νεράιδας – κακιάς μάγισσας, ήταν ο δρόμος του για την ελευθερία, για την ενηλικίωση…
Με κάθε τσιγάρο έχανε πέντε λεπτά από τη ζωή του. Δεν του το είχε πει αυτό η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα.
Με κάθε τσιγάρο τα δόντια του κιτρίνιζαν όλο και πιο πολύ, έχανε την ομορφιά του.
Με κάθε τσιγάρο η ανάσα του βρωμούσε όλο και πιο πολύ, έχανε τη γοητεία του.
Με κάθε τσιγάρο έχανε την αίσθηση της γεύσης και της όσφρησης.
Δεν τον ένοιαζε; Τον ένοιαζε. Όμως η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα του είπε: «Το τσιγάρο σε συντροφεύει τις στιγμές της μοναξιάς σου. Σου δίνει κάτι να κάνεις όταν αμήχανος μες στην παρέα , περιτριγυρισμένος από κόσμο, είσαι μόνος γιατί δεν ξέρεις πραγματικά να επικοινωνείς με τους γύρω σου.»
Η απάντηση τον βόλευε. Δεν σκέφτηκε ο δύστυχος ότι μέσα του είχε ένα κόσμο πανέμορφο που απλά έπρεπε να τον αναζητήσει. Κι όταν θα τον έβρισκε θα έλαμπε ολόκληρος κι οι γύρω του θα διψούσαν να τον αγγίξουν.
Με κάθε τσιγάρο δηλητηρίαζε τα πνευμόνια του, έχανε τη δύναμη του, την αντοχή του, η αναπνοή του διαρκούσε λιγότερο, κι ο βήχας δυνάμωνε…
Με κάθε τσιγάρο η πίσσα μαζευόταν στα σωθικά του.
Με κάθε τσιγάρο, το μονοξείδιο του άνθρακα, πλημμύριζε το αίμα του.
Με κάθε τσιγάρο έκλεινε τις αρτηρίες της καρδιάς του.
Δεν τον ένοιαζε; Τον ένοιαζε. Όμως η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα του είπε: «Έτσι καταλύεις τους κανόνες που σου βάζουν οι μεγάλοι για να σε ελέγχουν. Κάνεις αυτό που εσύ θέλεις, κι όχι αυτό που σου λένε αυτοί. Ανακαλύπτεις τον εαυτό σου και τα όρια σου».
Είχε αρχίσει να μην την πολυπιστεύει, όμως δίσταζε να το παραδεχτεί. Φοβόταν ότι θα τον κορόιδευε, θα τον θεωρούσε δειλό, συμβιβασμένο, φλώρο, παιδί της μαμάς του. Δεν σκέφτηκε πως οι πραγματικοί ασυμβίβαστοι είναι αυτοί που δεν πιστεύουν τις ρεκλάμες.
Με κάθε τσιγάρο, η νικοτίνη διέγειρε τα εγκεφαλικά του κύτταρα, ώστε όσο καπνίζε τόσο πιο πολύ ήθελε να καπνίσει .
Δεν τον ένοιαζε; Τον ένοιαζε. Ήταν όμως πια εξαρτημένος. Η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα δεν χρειαζόταν να του πει τίποτα πια. Τον είχε υποτάξει. Τον είχε καλά φυλακισμένο μέσα στα δίκτυα της. Ήταν δικός της. Κι έβαζε το κεφάλι στην άμμο σαν την στρουθοκάμηλο, να μην βλέπει την σκλαβιά του, να μην βλέπει την κατάντια του, κι όλο έλεγε «Όταν θέλω θα το κόψω». Όμως δεν το έκοβε ποτέ.
Δεν το έκοβε… Και τον έβλεπαν οι μοίρες που τον είχαν μοιράνει με όλα τα χαρίσματα του κόσμου και κλαίγανε. Κι η πιο μικρή και πιο γλυκιά, δεν άντεξε, πήγε κοντά του ένα βράδυ που κοιμόταν με τη πικρή γεύση του τσιγάρου στο στόμα, και του ψιθύρισε στ’ αυτί: «Κάθε άνθρωπος μες την ψυχή του βαθιά κρύβει ένα πρωταθλητή που μπορεί να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο που θα βρεθεί μπροστά του για να κάνει σπουδαία πράγματα. Αυτό τον πρωταθλητή δεν ήθελε να βρεις η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα γι αυτό σου έστρεφε συνεχώς το βλέμμα σε ψεύτικα είδωλα, λαμπερά απ’ έξω και κούφια μέσα. Τον πρωταθλητή που έχεις μέσα σου πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να τον βρεις. Όμως αν τον βρεις θα μπορέσεις να τρέξεις σαν τον άνεμο, να χορέψεις σαν τους ερωδιούς, να τραγουδήσεις σαν το αηδόνι, να κολυμπήσεις σαν το δελφίνι, να μάθεις όσα όλοι οι σοφοί της γης μαζί ξέρουν, να ζωγραφίσεις με τα χρώματα που ο Θεός ζωγράφισε τη γη, να μιλήσεις με τα λόγια των μεγάλων ποιητών, να δημιουργήσεις, να αγαπήσεις, να πονάς και να χαίρεσαι για τον ζωντανό πόνο της ζωής. Αν έβρισκες τον πρωταθλητή που κρύβεις μέσα σου, θα έβρισκες τα πραγματικά όρια σου, θα έβρισκες την πραγματική ελευθερία, σαν άλλος γλάρος Ιωνάθαν, θα πετούσες σε μέρη που οι άλλοι γλάροι δεν θα μπορούσαν ούτε να ονειρευτούν μέσα στο λαμπερό σκουπιδότοπο που οι πανέμορφες νεράιδες – κακιές μάγισσες τους ρίχνουν αφού τους παγιδέψουν με χρυσά δίκτυα.»
Ο νέος ξύπνησε μ’ ένα αίσθημα χαρμολύπης να πλημμυρίζει την ψυχή του. Πρώτη φορά σκέφτηκε πως ήταν καιρός να παραδεχτεί το λάθος του. Και πρώτη φορά συνειδητοποιούσε ότι οι ελπίδες δεν χάθηκαν. Δεν χάνονται ποτέ.
Τα ψεύτικα είδωλα ήταν μπροστά του συνέχεια, στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, στα περιοδικά, στο σχολείο, στην παρέα…
Ο πρωταθλητής που είχε μέσα του ήταν καλά κρυμμένος και για να βγει, έπρεπε ο νέος να δουλέψει πολύ σκληρά. Να ασκείται καθημερινά μέχρι να πονέσουν όλοι οι μυς του κορμιού του, όλα τα κύτταρα του μυαλού του. Να κοιτάζει συνεχώς προς τα μέσα προσπαθώντας να γίνεται συνεχώς λίγο καλύτερος.
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μωρό… Το πιο όμορφο, το πιο γλυκό, το πιο έξυπνο, το πιο δυνατό…
Και το μωρό μεγάλωσε, κι έγινε ένας νέος που εξέπεμπε γύρω του φως, κι ήταν πηγή ελπίδας για όλους όσους γυρνούσαν το βλέμμα τους σ’ αυτόν. Γιατί βρήκε στο τέλος τη δύναμη να πει όχι στην κακιά μάγισσα, είδε πως η ομορφιά της δεν ήταν αληθινή, δούλεψε σκληρά μέχρι που βρήκε τον πρωταθλητή που έκρυβε μέσα του. Κι αν τον βρήκε δεν σταμάτησε να τον ψάχνει γιατί έμαθε να χαίρεται αυτή την αναζήτηση, και να απολαμβάνει το ταξίδι…..
Παρασκευή 4 Ιουλίου 2008
ελευθερία
Τη μέρα που τον άφησα στο αεροδρόμιο ένιωσα να ξαναγεννιέμαι. Θυμήθηκα τα εφηβικά πάρτι και τα φλερτ, την ταράτσα της Μυρτώς που πίναμε μπύρες και καπνίζαμε στριφτά ενώ από κάτω μας καθρεφτίζονταν τα φώτα της Αθήνας.
Πήρα το χαμόγελό μου και χάθηκα κάπου ανάμεσα στις μπογιές και τα πινέλα μου που τόσο καιρό με περίμεναν υπομονετικά. Έκανα ένα μήνα να βγω από το σπίτι. Δεν ήθελα με τίποτα να αποχωριστώ το καβαλέτο μου, για πρώτη φορά στη ζωή μου εργαζόμουν υπερωρίες και το λάτρευα! Τελικά όταν βγήκα από το σπίτι κουβαλούσα μαζί μου τη μυρωδιά που έχει το νέφτι αλλά και 30 πίνακες που θα κοσμούσαν την πρώτη μου ατομική έκθεση. Ήταν Άνοιξη.
Πέμπτη 3 Ιουλίου 2008
Το Κοχυλάκι
Χάδι γλυκό, δροσερό, θάλασσα του Αυγούστου.
Ο ήλιος σε σημάδεψε μ’ ένα φωτεινό μονοπάτι.
Ταξιδιώτης εγώ, θέλησα να τ’ ακολουθήσω,
δεν ήξερα για πού.
Το απέραντο μυστήριο σου δεν χωρούσε σε μένα.
Τους θησαυρούς σου δεν τους όριζα.
Πώς να σε συναντήσω. Πώς να σ’ αγγίξω.
Πώς να ταξιδέψω μαζί σου.
Δώσε μου ένα μόνο πετραδάκι απ’ τα πολύτιμα σου.
Ένα κοχυλάκι τόσο δα, δικό μου για πάντα.
Να ψάχνω να σε βρω μέσα στα χρώματα του.
Μέσα στους ήχους του, μέσα στις χαρακιές του.
Ν’ ακούω τις ιστορίες του. Να του λεω τις δικές μου.
Να φροντίζω νάναι πάντα λαμπερό.
Να του δίνω λίγο απ’ το δικό μου χρώμα.
Κι εσύ εκεί, απέραντη, βαθιά, πλατιά.
Εκατομμύρια κοχυλάκια γεμάτη,
χρώματα που δεν θα δω ποτέ, ήχους που δεν θ’ ακούσω.
Κόσμους που δεν θα γνωρίσω.
Φυλαχτό ανεχτίμητο, το δώρο σου τ’ αγαπημένο.
Αυτό, τα φωτεινά σου μονοπάτια θα μου δείχνει
Φτάνει εγώ να τ’ αγαπώ.
Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008
Από το ποίημα που γράψαμε τότε...
εσύ κι εγώ μαζί ένα
και τα άστρα ήλιοι συνοδεία μας
στην πορεία του πιο όμορφου θανάτου
αυτού που οδηγεί στην πιο όμορφη ζωή
κι όσα ήταν μισά και χωρισμένα
πάλι αγκαλιάζονται κι ανεβαίνουν ψηλά
οι έννοιες πια θα χαθούν
θα χαθεί το ζευγάρι μα θα μείνει το ένα
η ειρήνη θα πάρει τον πόλεμο αγκαλιά
κι ότι φαινόταν ήρεμο και γλυκό
θα φανεί πιο δυνατό από ποτέ
το φως θ' αγκαλιάσει το σκοτάδι
και μαζί θα φτιάξουν την ολότητα
ο κόσμος ήταν άνθρωποι να ξέρεις
και τώρα οι άνθρωποι θα ξαναγίνουν κόσμος.
Στους καταρράκτες όπου εξαγνιστήκαμε
και δεθήκαμε στην ιερή ένωση
τον πιο αρχαίο θεσμό
εσύ κι εγώ μαζί θα κολυμπήσουμε
και δε θα μας χωρίσουν
γιατί είμαστε θάλασσα
κι η θάλασσα δε χωρίζεται
δε νικιέται
θα χτυπήσουμε κάθε βράχο
και θ' απλωθούμε σαν στάλες στα σύννεφα
θα πάρουμε καβάλα τη λάμψη χιλιάδων ηλιαχτίδων
και θα βυθιστούμε ξανά στα χρυσά δίκτυα του βυθού μας
κι όπως θα 'μαστε εκεί ξαπλωμένοι
θα κοιτάμε το δεύτερο ουρανό μας
με σύννεφα τα κύματα
και μετά το νερό θα γίνει φύλλα
το κύμα σύννεφα και φως
που σε τυφλώνει
γι' αυτό με προστατεύεις μ' ένα φιλί
κι εγώ βλέπω το φως στα μαλλιά σου
μα το φως στα μάτια σου είναι πιο δυνατό
άφησέ με κι είναι σαν να μη μ' αφήνεις ποτέ
οι ψυχές αγκαλιάζονται, αγγίζονται
και δένονται μαζί σ' ένα σφυγμό
μια καρδιά, ένα σύμπαν.
Ήρθε η ώρα ν' αλλάξουμε τον κόσμο
εσύ κι εγώ καρδιά μου
γιατί τίποτε δεν είναι κλειστό
τα τείχη της καρδιάς μου γκρεμίζονται
ένα κατάλευκο τριαντάφυλλο με γεμίζει φως
και ποτέ δε θα ματώσει
γιατί εσύ είσαι η γη μου
εσύ ο ήλιος κι εγώ το φεγγάρι......
μ' ένα άγγιγμα νιώθω ό,τι νιώθεις
μ' ένα βλέμμα λέω αυτό που θα πεις
δε λέω το πιο ωραίο
το πόσο κοντά μου είσαι
είσαι πια το δεύτερο δέρμα μου
η αδελφή ψυχή μου......
ό,τι φοβίζει τους άλλους δε μας αγγίζει
γιατί εσύ κι εγώ πετάμε πια ψηλά
σ' ένα τίποτα που έγινε τα πάντα
σ' ένα όνειρο που έγινε αλήθεια
σε μια ουτοπία που τώρα ζει
και ρέει στο αίμα μας η αθανασία
μια ευτυχία που κρατά στιγμές και αιώνια
όταν τίποτα άλλο δεν έχει πια νόημα
όταν όλα τα έχουμε ζήσει
μα δε θα χορτάσουμε ποτέ...
η ζωή σου η ζωή μου
ο θάνατός μου ο θάνατός σου
μόνο εσύ μ' έχεις κατακτήσει
για να με κάνεις κατακτητή
και μαζί μου η αναπνοή σου σαν λάβαρο
κι οι δυο μας καλπάζουμε στη θάλασσα
δυο πολεμιστές που τίποτα πια δεν τους σταματάει....
Φτιάξαμε έναν κόσμο μόνο για μας
μ' ένα λευκό κρεβάτι κι ένα παράθυρο στο δάσος
όπου εσύ κι εγώ κοιμόμαστε
και μ' έχεις αγκαλιά
νιώθω το δέρμα σου στο δέρμα μου
και περιμένω να ξυπνήσεις
να ξυπνήσουμε για να τα κάνουμε όλα
μέχρι το τέλος που δε θα'ρθει ποτέ
περιμένω να ξυπνήσουμε
για να συναντηθούμε
και ν' αλλάξουμε τον κόσμο.
Στον Άβαραν
Τρίτη 1 Ιουλίου 2008
Yours, No One
Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008
"Αρχίζω να πιστεύω ότι ο σωστός ορισμός του ανθρώπου είναι "ζώο το οποίο γράφει επιστολές""
Λιούης Κάρολ
"Το να γράφεις επιστολές είναι ο μόνος τρόπος να συνδυάσεις τη μοναξιά με την καλή παρέα"
Λόρδος Βύρων
"Τα τραγούδια μου είναι απλά μικρές επιστολές στον εαυτό μου"
Άνι ΝτιΦράνκο
"Το να στείλεις ένα γράμμα είναι ένας καλός τρόπος να πας κάπου χωρίς να μετακινήσεις τίποτα άλλο εκτός από την καρδιά σου"
Φίλις Θερού
πασχαλίτσα
Κεντημένο πουκάμισο και τζιν σωλήνα, σαλάτα ρόκα μοτσαρέλα και λιαστή ντομάτα, υποσχέσεις και όνειρα, σκέψεις που ξεπετάγονται σαν τα μυρμήγκια από το χώμα, δεν μπορείς να τα κρατήσεις, ξεπροβάλλουν και έπειτα δεν ξέρεις τι να τα κάνεις. Ονειρεύεσαι και φαντάζεσαι και νιώθεις, κι είναι τόσο δύσκολο να πιστέψεις ότι όλα τελειώνουν. Θα τρέξω χωρίς ανάσα μέχρι τη θάλασσα, θα προσπαθήσω να σπάσω όλα τα ρεκόρ, φτάνει να προλάβω να νικήσω το χρόνο, να μη με βρει ο αυγουστιάτικος ήλιος κάπoυ ανάμεσα σε Παύλου Μελά και Τσιμισκή γιατί θα τσουρουφλιστώ και δεν θέλω. Ελάτε να τρέξετε μαζί μου ως εκεί που δεν υπάρχει αύριο, που το σύμπαν συναντιέται σε όλες του τις διαστάσεις και οι παράλληλοι κόσμοι γίνονται ένα... Ελάτε μαζί μου να πετάξουμε και να ζωγραφίσουμε μια πασχαλίτσα στον ήλιο με πορτοκαλί φόντο και γαλάζιο ουρανό! Σας υπόσχομαι, θα περάσουμε τέλεια!
P.S: Η ΚΡΕΠΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟ(Η ΤΙΣ ΜΙΚΡΕΣ ΑΤΙΜΙΕΣ:P) ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ!
Κυριακή 29 Ιουνίου 2008
Ο Μύθος των Τεσσάρων Καβαλάρηδων
Σύμφωνα με το μύθο το στέμμα ανήκε κάποτε σε μια οικογένεια που είχε τέσσερις γιους: τον Αντύππα, τον Άρη, τον Λάϊο και τον Κάδμο. Οι γονείς τους το θεωρούσαν ως τον πολυτιμότερο οικογενειακό τους θησαυρό και αυτό που τους άρεσε περισσότερο πάνω του ήταν τέσσερις πολύτιμοι λίθοι που το στόλιζαν: ένα σμαράγδι, ένα ρουμπίνι, ένα ζαφείρι κι ένα διαμάντι. Οι γιοι τους ήταν πολύ περήφανοι για αυτό και ο Αντύπας, ο Άρης και ο Λάϊος φιλονικούσαν συχνά για το ποιος θα το κληρονομούσε. Ο Κάδμος όμως ήταν αντίθετος στην ιδέα να περάσει αποκλειστικά στην κατοχή ενός από τους τέσσερις και επέμενε ότι θα έπρεπε να παραμείνει στο πατρικό τους ως οικογενειακό κειμήλιο. Τα τέσσερα αδέρφια τσακωνόταν συχνά για αυτό το θέμα και οι καβγάδες τους γινόταν όλο και χειρότεροι καθώς μεγάλωναν.
Οι γονείς τους δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι αυτή την κατάσταση και τους προειδοποιούσαν συχνά ότι αν συνέχιζαν έτσι κάποια μέρα θα τους έδιωχναν μακριά από το σπίτι και το στέμμα. Παρά τις απειλές τους όμως, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε και μια μέρα, όταν και οι τέσσερις είχαν πλέον ενηλικιωθεί, ήρθαν στα χέρια και ο καβγάς που ακολούθησε ήταν χειρότερος από κάθε άλλη φορά. Τραυμάτισαν ο ένας τον άλλο τόσο άσχημα και προκάλεσαν τέτοιες ζημιές στο σπίτι που όταν επέστρεψε ο πατέρας τους έγινε έξω φρενών μαζί τους. Εξοργισμένος τους είπε ότι δεν ανήκαν πια σ αυτό το σπίτι, ότι δεν ήταν γιοι του και κυρίως ότι είχαν χάσει κάθε δικαίωμα πάνω στο Στέμμα. Πριν τους διώξει τους προειδοποίησε πως αν προσπαθούσαν να το κλέψουν θα γινόταν πραγματικότητα ο χειρότερος τους εφιάλτης από τον οποίο δεν θα μπορούσαν να λυτρωθούν ποτέ.
Την ίδια κιόλας μέρα οι γονείς τους αποφάσισαν να βάλουν, από κοινού, το σχέδιο τους σε εφαρμογή. Η μητέρα τους, που ήταν μάγισσα, τοποθέτησε μια κατάρα πάνω στο Στέμμα έτσι ώστε αν κάποιος από τους γιους προσπαθούσε να το κλέψει να μεταμορφωνόταν σε αιώνιο φρουρό του χωρίς όμως, κανένα δικαίωμα πάνω του.
Το ίδιο βράδυ μετά τον καβγά ο Αντύπας τρύπωσε κρυφά στο σπίτι με μοναδικό σκοπό να βάλει το Στέμμα στο χέρι πριν τον προλάβουν τα αδέλφια του. Μόλις όμως, το άγγιξε η κατάρα έδρασε ακαριαία. Στον Αντύππα άρεσε πάντα να φοβίζει και να τρομοκρατεί τα άλλα παιδιά με κάθε τρόπο. Έτσι μεταμορφώθηκε σε αυτόν που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως ΄΄Ο Καβαλάρης του Τρόμου΄΄. Τα χνάρια του Αντύππα ακολούθησε λίγες ώρες αργότερα με τον ίδιο σκοπό. Από μικρός είχε ιδιαίτερη κλίση στα βασανιστήρια από τα οποία αντλούσε σαδιστική ηδονή. Η θέα των άλλων παιδιών να ματώνουν στα χέρια του τον ηδόνιζε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Η σκληρότητα που τον χαρακτήριζε του είχε χαρίσει το παρατσούκλι ΄΄Ο Δήμιος΄΄ κι έτσι μεταμορφώθηκε σε αυτόν που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως ΄΄Ο Καβαλάρης του Πόνου΄΄. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε κι ο Λάϊος που, όπως και τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του δεν ήθελε τίποτα άλλο εκτός από το Στέμμα για προσωπικό του όφελος. Είχε έντονη εμμονή με τα ψυχολογικά βασανιστήρια και τις ψυχικές ασθένειες κάθε μορφής. Από καιρό τον απασχολούσε η ιδέα να βυθίζει το μυαλό των εχθρών του στο χάος προκαλώντας μη αναστρέψιμες εγκεφαλικές βλάβες. Πίστευε ότι η απώλεια ισορροπίας στον εγκέφαλο προκαλούσε τη χειρότερη και βαθύτερη ζημιά στον άνθρωπο. Όπως ήταν φυσικό η κατάρα τον μεταμόρφωσε στον ΄΄Καβαλάρη του Χάους΄΄.
Ο Κάδμος μπήκε κρυφά στο σπίτι των γονιών του λίγες μέρες μετά το επεισόδιο του καβγά. Σε αντίθεση με τα αδέρφια του δεν ήθελε το Στέμμα για τον εαυτό του και στη διάρκεια του καβγά προσπαθούσε μόνο να τους εμποδίσει να το αρπάξουν. Παρά τις προσπάθειες του να το εξηγήσει στον πατέρα του εκείνος ήταν ανένδοτος. Τελικά ο νεαρός αποδέχθηκε με μεγάλη λύπη τη μοίρα του και αποφάσισε να φύγει μακριά από το σπίτι των προγόνων του και μακριά από το αγαπημένο του κειμήλιο για πάντα. Έχοντας δει με τα ίδια του τα μάτια πόσο κακή επίδραση είχε πάνω στα αδέλφια του, παραδέχθηκε με κάποια πικρία, ότι η ενέργεια του πατέρα του ήταν ίσως η μόνη λύση στην κατάσταση που είχαν έρθει. Παρόλα αυτά ήθελε να δει το Στέμμα μια τελευταία φορά, πριν φύγει οριστικά. Είχε εμπιστοσύνη στα λόγια του πατέρα του αλλά ήθελε να σιγουρευτεί κι ο ίδιος προσωπικά για την ασφάλεια του Στέμματος.
Δυστυχώς όμως για εκείνον, η κατάρα της μητέρας του δεν έκανε διάκριση ανάμεσα σε καλή και κακή πρόθεση και έδρασε πάνω του όπως είχε κάνει και με τα αδέρφια του. Αλλά το αποτέλεσμα αυτή τη φορά, ήταν πολύ διαφορετικό. Ο Κάδμος δεν είχε τη αλαζονεία, τον εγωισμό, την πλεονεξία και τη σκληρότητα που χαρακτήριζαν τον Αντύππα, τον Άρη και τον Λάϊο. Προσπαθούσε πάντοτε να προστατεύει τα θύματα των αδερφών του όπως άλλωστε είχε κάνει και με το Στέμμα. Ήταν ο πιο σεμνός και κατά βάθος ο πιο γενναίος από τους τέσσερις και ποτέ δεν είχε φοβηθεί να τα βάλει μαζί τους ακόμα κι όταν ήταν τρεις εναντίον ενός. Έτσι ο Κάδμος μεταμορφώθηκε στον ΄΄Καβαλάρη του Θανάτου΄΄ ή όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται μερικές φορές ΄΄Ιππότη του Θανάτου΄΄.
Ο Αντύπας, ο Άρης και ο Λάϊος αντέδρασαν αρχικά, στην κατάρα προσπαθώντας να απαλλαγούν από αυτήν. Είχαν καταδικαστεί στον χειρότερο εφιάλτη τους: να είναι ακοίμητοι και αθάνατοι φρουροί και προστάτες του Στέμματος χωρίς όμως να μπορούν έστω και να το αγγίξουν. Όταν κατάλαβαν ότι ήταν αδύνατο να ξεφύγουν από το τυραννικό τους καθήκον αποφάσισαν να το τηρήσουν με απόλυτη πίστη και φανατισμό. Άλλωστε η τιμωρία ήταν ένα έργο απόλυτα ταιριαστό στο χαρακτήρα τους γιατί τους έδινε ένα ευρύ πεδίο για να ικανοποιήσουν τα άγρια ένστικτα τους. Όπως ήταν αναμενόμενο μετά από λίγα χρόνια έγιναν ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρης της Νιδράλλης κι αυτό επειδή η κατάρα τους είχε δώσει φοβερές μαγικές δυνάμεις προς εξυπηρέτηση του σκοπού τους.
Ο Κάδμος αντέδρασε κι εκείνος στην κατάρα, με διαφορετικό όμως τρόπο. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να απαλλαγεί από αυτήν γιατί ήξερε καλά την καταπληκτική δεξιοτεχνία με την οποία ήταν προικισμένη η μάνα του στη μαγεία. Κατάφερε όμως να αλλάξει το ρόλο του. Από προστάτης του Στέμματος έγινε προστάτης των θυμάτων των αδερφών του, δηλαδή όλων όσων είχαν την ατυχία να πέσει στα χέρια τους το Στέμμα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και αφοσιώθηκε με όλες του τις δυνάμεις σε αυτό τον σκοπό. Έτσι ο Καβαλάρης του Θανάτου εξελίχθηκε στον πιο αποφασιστικό και ορκισμένο εχθρό των Καβαλάρηδων του Τρόμου, του Πόνου και του Χάους. Αν δεν κατάφερνε να σώσει έγκαιρα τα θύματα τους τότε τους χάριζε έναν γρήγορο και ανώδυνο θάνατο γιατί τις περισσότερες φορές τα τραύματα τους ήταν σε τέτοιο βαθμό ανεπανόρθωτα που δεν είχε νόημα να διατηρηθούν στη ζωή.
Παρά την αθανασία τους οι Τέσσερις Καβαλάρηδες έπεφταν σε λήθαργο όταν το Στέμμα βρισκόταν εκτός κινδύνου και ξυπνούσαν μόνο όταν προσπαθούσε κάποιος να το κλέψει, οι τρεις πρώτοι με σκοπό να σκορπίσουν την καταστροφή και ο τέταρτος για να τους εμποδίσει. Ο Καβαλάρης του Θανάτου ήταν περισσότερο ευχαριστημένος με τον ρόλο του ως προστάτη όχι μόνο γιατί ήξερε πόσο κακό απέτρεπε αλλά και επειδή ήταν ο μόνος που κατάφερε να αλλάξει την επίδραση της κατάρας πάνω του με κάποιο τρόπο.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ιστορία των Τεσσάρων Καβαλάρηδων δεν είναι μύθος αλλά αληθινή κι ότι το Στέμμα του Σκότους όντως υπάρχει. Ωστόσο μέχρι τώρα δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις στην Ιστορία της Νιδράλλης.
Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008
Sunglasses
ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΑΝΟΙΞΗ
Βγήκα έξω, κρύος νοτιάς μου χάιδεψε το πρόσωπο, σημάδι ότι ακόμα δεν καλοκαίριασε για τα καλά. Ενστικτωδώς, το δέρμα μου αναρίγησε και μου θύμισε κοτόπουλο˙ η τεράστια κορδέλα που έδεσα στο κεφάλι ν’ ανεμίζει μπλεγμένη μαζί με τα ανάκατα καστανοκόκκινα μαλλιά μου, χόρευε περίτεχνα υπακούοντας στα ντερτίπια του ανέμου.
Κατηφόρισα προς την Καμάρα και διέσχισα το δρόμο για να βρεθώ στη Ναυαρίνου. Ο ήλιος μου καψάλισε το δέρμα και το στόμα μου στέγνωσε. Αμέσως μου γεννήθηκε έντονη η επιθυμία για κάτι δροσερό˙ μια ψηλόλιγνη μελαχρινή κοπέλα πέρασε την ίδια στιγμή από μπροστά μου και το βλέμμα μου καρφώθηκε στο παγωτό φράουλα που απολάμβανε με ευχαρίστηση όπως μαρτυρούσαν οι μορφασμοί του προσώπου της. Ζήλεψα˙ έτρεξα στον παγωτάρη και παρήγγειλα δυο μπάλες αφού δυσκολεύτηκα λίγο να διαλέξω γεύσεις˙ τελικά πήρα χαλεπιανό και φράουλα σε ολόφρεσκο χωνάκι σοκολάτα.
Η γεύση της φράουλας λίγο ξινή, με το που άγγιξε τα αφυδατωμένα χείλη μου ανακουφίζοντάς τα, ακολούθως γλίστρησε στον ουρανίσκο μου που χρησίμευσε σαν τσουλήθρα διέσχισε μια διαδρομή και τελικά βούτηξε στο στομάχι μου. Όλες μου οι αισθήσεις ξύπνησαν! Έγλειψα ακόμα λίγο μα δεν το έφαγα όλο αμέσως, θέλησα να το χορτάσω πλάι στη θάλασσα, πέταξα ως τον πύργο και κάθισα στα σκαλιά πλάι σε άλλους νέους της ηλικίας μου, ντυμένοι κι αυτοί ανάλαφρα, αλαφροίσκιωτοι κάπως, φαίνονταν να είχαν αφήσει τις σκοτούρες κάπου ανάμεσα στη σκονισμένη βιβλιοθήκη του γραφείου τους, δεύτερο ράφι αριστερά, Α’ τόμος εφαρμοσμένων μαθηματικών, σελίδα 306. Δεν τους αδικώ, άλλωστε σε ποιο σύμπαν συγκρίνεται μια βόλτα με φίλους κατά μήκος της λεωφόρου Νίκης τέτοια μέρα με χάρμα καιρό και τα μυαλά στις διακοπές; Μα σε κανένα φυσικά.
Ο ένας, με το κοντοκουρεμένο μαλλί το μαύρο, με είδε που κοίταζα προς το μέρος τους και μου χαμογέλασε ˙ του χαμογέλασα κι εγώ˙ για μια στιγμή ξαναγύρισε το βλέμμα του στην παρέα, κάτι είπε και ύστερα σηκώθηκε, ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε:
- Θες να καθίσεις μαζί μας; Έχουμε καλύτερη θέα από δω, είπε κι έσκασε ένα χαμόγελο αφήνοντας να σχηματιστούν δυο χαριτωμένα λακκάκια δεξιά και αριστερά του στόματός του.
Η πρόφασή του μου φάνηκε χαριτωμένα αστεία. Το γέλιο μου αυθόρμητο, δυνατό, κάπως υπερβολικό αλλά μάλλον οφειλόταν στην γενικότερη ευφορία γύρω μου, νόμισα πως ακούστηκε ως τα καφέ που στοιβάζονται απέναντι κατά μήκος του δρόμου.
- Βέβαια, γιατί όχι, είπα και σηκώθηκα με προσοχή, μην τυχόν και ανοίξει το φουστάνι σαν ομπρέλα γιατί φυσούσε αρκετά (δεδομένου ότι ήμασταν στην θάλασσα).
Κάθισα μαζί τους, κάναμε τις συστάσεις, το παιδί λεγόταν Νίκος, Έλενα είπα, χάρηκα πολύ, Μιχάλης, Βίκυ(η κοπελιά του Μιχάλη), χαίρω πολύ, Αλέξανδρος και Μάνος.
Όλοι τους ήταν του Πολυτεχνείου, ο Αλέξανδρος κι ο Μιχάλης πολιτικοί μηχανικοί, ο Νίκος, ο Μάνος κι η Βίκυ εφαρμοσμένα μαθηματικά σπούδαζαν 3 έτος όλοι τους εκτός από το Μάνο που ήταν 6ο έτος, είχε ήδη ένα χρόνο παραπάνω δηλαδή και σκόπευε να καθίσει κι άλλο Θεσσαλονίκη από τα λεγόμενά του. Ο Μιχάλης τα είχε με τη Βίκυ από το σχολείο, η Βίκυ γνώρισε τον Νίκο στη σχολή που έκανε παρέα με το Μάνο, φίλο του αδερφού του. Έτσι γνωρίστηκαν ο Μιχάλης με το Νίκο και μετά από μια συναυλία των Πυξ Λαξ όπου πήγε κι ο Αλέξανδρος φίλος και συμφοιτητής του Μιχάλη, έδεσε το γλυκό και γίνανε αχώριστοι.
Καταπιαστήκαμε ύστερα να μιλάμε για τις σχολές μας και τη φοιτητική ζωή, τους είπα για τις φίλες μου, τις δικές μου κολλητές, απαρίθμησα μια δυο τρέλες που κάναμε κι εμείς σαν φοιτήτριες και γέλασαν.
Καθόλη τη διάρκεια της συζήτησης, ο Νίκος μου έριχνε κλεφτές ματιές, έδειχνε να απολαμβάνει τη συντροφιά μου χωρίς βέβαια να γίνεται πιο διαχυτικός. Κι εμένα μου άρεσε ο τρόπος που μιλούσε, είχε κάτι το ιδιαίτερο η παρουσία του ολόκληρη και τα μάτια του σαν να έφερναν κάτι απ’ το γαλάζιο της θάλασσας, με ζάλιζαν...
Μου είπαν κι εκείνοι τα δικά τους κατορθώματα –τα οποία σε σύγκριση με τα δικά μας ήταν πολύ χειρότερα αφού είναι και αγόρια, γελάσαμε τόσο που πόνεσα το στομάχι μου και δεν το κουνήσαμε από κει παρά μόνο όταν το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικό(ακόμα τα βράδια δεν είναι για να βγαίνεις χωρίς ζακέτα, μη σας πω και παλτό).
Χωριστήκαμε λίγο πάνω από τον Λευκό Πύργο, στη διαγώνιο που ένωνε τη Τσιμισκή με τη Νίκης. Εκείνοι θα έπαιρναν το 3 για το Ράδιο Σίτυ. Εγώ θα συνέχιζα για την Καμάρα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να πω κάτι, πώς να ζητήσω το τηλέφωνο του Νίκου, ήθελα να μου το ζητήσει αυτός. Αρκέστηκε σε ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο κι ένα αόριστο «θα τα πούμε».Φίλησα τη Βίκυ και χαιρέτησα τους υπόλοιπους εγκάρδια, ευχαριστώντας τους για την υπέροχη παρέα. Ανταπέδωσαν και μετά από μια στιγμή αμηχανίας πρώτος ο Μάνος ξεκίνησε να φύγει. Τον ακολούθησαν κι άλλοι, τελευταίος ο Νίκος με αργά βήματα. Καθώς απομακρύνονταν, έκανε να γυρίσει το κεφάλι προς το μέρος μου, αλλά τελικά το μετάνιωσε και συνέχισε να περπατά αυτή τη φορά ακολουθώντας το ρυθμό των υπολοίπων. Ύστερα χάθηκε στην αγκαλιά των φίλων του˙ ύστερα χάθηκα στο απέραντο γαλάζιο των ματιών του˙ γύρισα σπίτι κι έπεσα κατευθείαν για ύπνο να τον ονειρευτώ. Ήταν πολύ ωραία η Κυριακή μου, αλλιώτικη.