Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΑΝΟΙΞΗ


Προχτές άνοιξα το παράθυρο και το κελάηδισμα των πουλιών έφτασε στ’ αυτιά μου πιο ισχυρό απ’ τα αυτοκίνητα και τη βουή της πόλης. Αναθάρρησα˙ ανάπνευσα λίγο άνοιξη και γιόμοσα τα πνευμόνια μου ουρανό˙ σημαιοστολίστηκα, φόρεσα λουλουδένιο φόρεμα με πολύχρωμα ζουμπούλια και στόλισα κόκκινα πέδιλα στα πόδια να ταιριάζουν με τα βαμμένα νύχια μου.

Βγήκα έξω, κρύος νοτιάς μου χάιδεψε το πρόσωπο, σημάδι ότι ακόμα δεν καλοκαίριασε για τα καλά. Ενστικτωδώς, το δέρμα μου αναρίγησε και μου θύμισε κοτόπουλο˙ η τεράστια κορδέλα που έδεσα στο κεφάλι ν’ ανεμίζει μπλεγμένη μαζί με τα ανάκατα καστανοκόκκινα μαλλιά μου, χόρευε περίτεχνα υπακούοντας στα ντερτίπια του ανέμου.
Κατηφόρισα προς την Καμάρα και διέσχισα το δρόμο για να βρεθώ στη Ναυαρίνου. Ο ήλιος μου καψάλισε το δέρμα και το στόμα μου στέγνωσε. Αμέσως μου γεννήθηκε έντονη η επιθυμία για κάτι δροσερό˙ μια ψηλόλιγνη μελαχρινή κοπέλα πέρασε την ίδια στιγμή από μπροστά μου και το βλέμμα μου καρφώθηκε στο παγωτό φράουλα που απολάμβανε με ευχαρίστηση όπως μαρτυρούσαν οι μορφασμοί του προσώπου της. Ζήλεψα˙ έτρεξα στον παγωτάρη και παρήγγειλα δυο μπάλες αφού δυσκολεύτηκα λίγο να διαλέξω γεύσεις˙ τελικά πήρα χαλεπιανό και φράουλα σε ολόφρεσκο χωνάκι σοκολάτα.
Η γεύση της φράουλας λίγο ξινή, με το που άγγιξε τα αφυδατωμένα χείλη μου ανακουφίζοντάς τα, ακολούθως γλίστρησε στον ουρανίσκο μου που χρησίμευσε σαν τσουλήθρα διέσχισε μια διαδρομή και τελικά βούτηξε στο στομάχι μου. Όλες μου οι αισθήσεις ξύπνησαν! Έγλειψα ακόμα λίγο μα δεν το έφαγα όλο αμέσως, θέλησα να το χορτάσω πλάι στη θάλασσα, πέταξα ως τον πύργο και κάθισα στα σκαλιά πλάι σε άλλους νέους της ηλικίας μου, ντυμένοι κι αυτοί ανάλαφρα, αλαφροίσκιωτοι κάπως, φαίνονταν να είχαν αφήσει τις σκοτούρες κάπου ανάμεσα στη σκονισμένη βιβλιοθήκη του γραφείου τους, δεύτερο ράφι αριστερά, Α’ τόμος εφαρμοσμένων μαθηματικών, σελίδα 306. Δεν τους αδικώ, άλλωστε σε ποιο σύμπαν συγκρίνεται μια βόλτα με φίλους κατά μήκος της λεωφόρου Νίκης τέτοια μέρα με χάρμα καιρό και τα μυαλά στις διακοπές; Μα σε κανένα φυσικά.

Ο ένας, με το κοντοκουρεμένο μαλλί το μαύρο, με είδε που κοίταζα προς το μέρος τους και μου χαμογέλασε ˙ του χαμογέλασα κι εγώ˙ για μια στιγμή ξαναγύρισε το βλέμμα του στην παρέα, κάτι είπε και ύστερα σηκώθηκε, ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε:
- Θες να καθίσεις μαζί μας; Έχουμε καλύτερη θέα από δω, είπε κι έσκασε ένα χαμόγελο αφήνοντας να σχηματιστούν δυο χαριτωμένα λακκάκια δεξιά και αριστερά του στόματός του.
Η πρόφασή του μου φάνηκε χαριτωμένα αστεία. Το γέλιο μου αυθόρμητο, δυνατό, κάπως υπερβολικό αλλά μάλλον οφειλόταν στην γενικότερη ευφορία γύρω μου, νόμισα πως ακούστηκε ως τα καφέ που στοιβάζονται απέναντι κατά μήκος του δρόμου.
- Βέβαια, γιατί όχι, είπα και σηκώθηκα με προσοχή, μην τυχόν και ανοίξει το φουστάνι σαν ομπρέλα γιατί φυσούσε αρκετά (δεδομένου ότι ήμασταν στην θάλασσα).
Κάθισα μαζί τους, κάναμε τις συστάσεις, το παιδί λεγόταν Νίκος, Έλενα είπα, χάρηκα πολύ, Μιχάλης, Βίκυ(η κοπελιά του Μιχάλη), χαίρω πολύ, Αλέξανδρος και Μάνος.
Όλοι τους ήταν του Πολυτεχνείου, ο Αλέξανδρος κι ο Μιχάλης πολιτικοί μηχανικοί, ο Νίκος, ο Μάνος κι η Βίκυ εφαρμοσμένα μαθηματικά σπούδαζαν 3 έτος όλοι τους εκτός από το Μάνο που ήταν 6ο έτος, είχε ήδη ένα χρόνο παραπάνω δηλαδή και σκόπευε να καθίσει κι άλλο Θεσσαλονίκη από τα λεγόμενά του. Ο Μιχάλης τα είχε με τη Βίκυ από το σχολείο, η Βίκυ γνώρισε τον Νίκο στη σχολή που έκανε παρέα με το Μάνο, φίλο του αδερφού του. Έτσι γνωρίστηκαν ο Μιχάλης με το Νίκο και μετά από μια συναυλία των Πυξ Λαξ όπου πήγε κι ο Αλέξανδρος φίλος και συμφοιτητής του Μιχάλη, έδεσε το γλυκό και γίνανε αχώριστοι.
Καταπιαστήκαμε ύστερα να μιλάμε για τις σχολές μας και τη φοιτητική ζωή, τους είπα για τις φίλες μου, τις δικές μου κολλητές, απαρίθμησα μια δυο τρέλες που κάναμε κι εμείς σαν φοιτήτριες και γέλασαν.
Καθόλη τη διάρκεια της συζήτησης, ο Νίκος μου έριχνε κλεφτές ματιές, έδειχνε να απολαμβάνει τη συντροφιά μου χωρίς βέβαια να γίνεται πιο διαχυτικός. Κι εμένα μου άρεσε ο τρόπος που μιλούσε, είχε κάτι το ιδιαίτερο η παρουσία του ολόκληρη και τα μάτια του σαν να έφερναν κάτι απ’ το γαλάζιο της θάλασσας, με ζάλιζαν...

Μου είπαν κι εκείνοι τα δικά τους κατορθώματα –τα οποία σε σύγκριση με τα δικά μας ήταν πολύ χειρότερα αφού είναι και αγόρια, γελάσαμε τόσο που πόνεσα το στομάχι μου και δεν το κουνήσαμε από κει παρά μόνο όταν το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικό(ακόμα τα βράδια δεν είναι για να βγαίνεις χωρίς ζακέτα, μη σας πω και παλτό).

Χωριστήκαμε λίγο πάνω από τον Λευκό Πύργο, στη διαγώνιο που ένωνε τη Τσιμισκή με τη Νίκης. Εκείνοι θα έπαιρναν το 3 για το Ράδιο Σίτυ. Εγώ θα συνέχιζα για την Καμάρα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να πω κάτι, πώς να ζητήσω το τηλέφωνο του Νίκου, ήθελα να μου το ζητήσει αυτός. Αρκέστηκε σε ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο κι ένα αόριστο «θα τα πούμε».Φίλησα τη Βίκυ και χαιρέτησα τους υπόλοιπους εγκάρδια, ευχαριστώντας τους για την υπέροχη παρέα. Ανταπέδωσαν και μετά από μια στιγμή αμηχανίας πρώτος ο Μάνος ξεκίνησε να φύγει. Τον ακολούθησαν κι άλλοι, τελευταίος ο Νίκος με αργά βήματα. Καθώς απομακρύνονταν, έκανε να γυρίσει το κεφάλι προς το μέρος μου, αλλά τελικά το μετάνιωσε και συνέχισε να περπατά αυτή τη φορά ακολουθώντας το ρυθμό των υπολοίπων. Ύστερα χάθηκε στην αγκαλιά των φίλων του˙ ύστερα χάθηκα στο απέραντο γαλάζιο των ματιών του˙ γύρισα σπίτι κι έπεσα κατευθείαν για ύπνο να τον ονειρευτώ. Ήταν πολύ ωραία η Κυριακή μου, αλλιώτικη.

1 σχόλιο:

Μαρία είπε...

Υπέροχη γραφή. Μια απλή βόλτα ξεχειλίζει με αισθήσεις και αισθήματα.