Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

Η πικρή γεύση του τσιγάρου


ή Το παλικάρι κι η κακιά μάγισσα.

ή Οι απελπισμένες συμβουλές μιας μάνας

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μωρό… Το πιο όμορφο, το πιο γλυκό, το πιο έξυπνο, το πιο δυνατό…

Όταν άνοιγε τα μάτια φωτιζόταν όλος ο κόσμος. Όταν γελούσε η γη πλημμύριζε με χρώματα… Είχε τη μαγική δύναμη ότι αγγίζει να ανθίζει και να μοσχοβολάει. Μα πιο πολύ απ’ όλα μοσχοβολούσε το ίδιο.

Και το μωρό άρχισε να μεγαλώνει…Άνθιζαν τα χαρίσματα που απλόχερα του είχαν χαρίσει η μοίρες. Μοσχοβολούσε η ομορφιά του, η λεβεντιά του, η εξυπνάδα του, η καλοσύνη του, η αγάπη του για τη ζωή, τους ανθρώπους, τη φύση… Κι όπως σ’ όλες τις ιστορίες της ζωής, η κακιά μάγισσα ζήλεψε το παλικάρι. Μεταμορφώθηκε σε πανέμορφη νεράιδα κι ήρθε κοντά του και του είπε: « Εσύ που έχεις όλα τα χαρίσματα του κόσμου μπορείς να γευτείς χαρές που άλλοι δεν μπορούν… Άνοιξε τα μάτια σου και δες πως η ζωή σε περιμένει. Ρούφηξε την με όλες σου τις αισθήσεις χωρίς όρια, χωρίς κανόνες. Αυτοί που λένε τάχα πως σ’ αγαπούν σου βάζουν όρους για την αγάπη τους, σου βάζουν κανόνες για το πώς να ζεις, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνεις γιατί φοβούνται πως αν παραβείς τους κανόνες τους, θα γίνεις πιο σπουδαίος απ’ αυτούς.» Κι έβγαλε η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα , από τη τσέπη της ένα τσιγάρο και το πρόσφερε στο σαστισμένο νέο. «Πάρε», του είπε. «Θα σε βοηθήσει να μεγαλώσεις, να ανακαλύψεις τα όρια σου, να απελευθερωθείς από τα μη και τα πρέπει.»

Κι ο νέος το πήρε, το έβαλε δειλά στο στόμα, το άναψε με στυλ - έτσι όπως έχει δει στις διαφημίσεις, τράβηξε μια ρουφηξιά. Του φάνηκε πικρό όμως δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε να νομίσει η πανέμορφη νεράιδα ότι φερόταν σαν παιδάκι. Ήθελε να δείξει ότι μεγάλωσε. Κι άρχισε σιγά σιγά να καπνίζει…να καπνίζει… να καπνίζει. Κι ο καπνός τον ζάλισε και νόμισε πως τον πήρε στα φτερά του και τον απελευθέρωσε. Τον απελευθέρωσε από τους κανόνες, σήκωσε το ανάστημα του στα πρέπει και στα μη, έγινε αποδεκτός από την πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα, μεγάλωσε…

Κι αυτοί που τον αγαπούσαν έβλεπαν πως δεν μοσχοβολούσε πια, παρά βρομούσε ολόκληρος καπνό και νικοτίνη. Τα μαλλιά του, τα ρούχα του, η ανάσα του, έχασαν το άρωμα της δύναμης του και της ομορφιάς του και μύριζαν τη σκλαβιά του στο πάθος του, την εξάρτηση του, τον εθισμό του. Μάταια του ζητούσαν να σταματήσει. Νόμιζε πως το έκαναν για να τον ελέγχουν… Και προτιμούσε να μπλέκει όλο και πιο πολύ στα δίκτυα της πανέμορφης νεράιδας – κακιάς μάγισσας γιατί με τα μάγια της τον έκανε να πιστέψει πως η δική της η σκλαβιά ήταν η αληθινή ελευθερία. Κι όλο του έλεγε « ότι ώρα θες μπορείς να φύγεις, όποτε εσύ επιλέξεις μπορείς να σταματήσεις το τσιγάρο.» Όμως αυτός δεν το επέλεγε ποτέ γιατί ο καπνός τον έκανε όλο και πιο αδύνατο, όλο και πιο σκλάβο και φοβόταν πώς αν επέλεγε να κόψει το τσιγάρο δεν θα τα κατάφερνε. Δεν ήθελε όμως να το παραδεχτεί αυτό, γι αυτό και έλεγε ότι ήταν επιλογή του να καπνίζει και πως «ότι ώρα θέλω μπορώ να το κόψω».

Και συνέχισε να ρουφά νικοτίνη, κι’ άλλα δηλητήρια, τυλιγμένα σ’ ένα άσπρο χαρτάκι, τυλιγμένα σ’ ένα απατηλό όνειρο ομορφιάς, μαγκιάς, γοητείας. Ήταν το δώρο της πανέμορφης νεράιδας – κακιάς μάγισσας, ήταν ο δρόμος του για την ελευθερία, για την ενηλικίωση…

Με κάθε τσιγάρο έχανε πέντε λεπτά από τη ζωή του. Δεν του το είχε πει αυτό η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα.

Με κάθε τσιγάρο τα δόντια του κιτρίνιζαν όλο και πιο πολύ, έχανε την ομορφιά του.

Με κάθε τσιγάρο η ανάσα του βρωμούσε όλο και πιο πολύ, έχανε τη γοητεία του.

Με κάθε τσιγάρο έχανε την αίσθηση της γεύσης και της όσφρησης.

Δεν τον ένοιαζε; Τον ένοιαζε. Όμως η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα του είπε: «Το τσιγάρο σε συντροφεύει τις στιγμές της μοναξιάς σου. Σου δίνει κάτι να κάνεις όταν αμήχανος μες στην παρέα , περιτριγυρισμένος από κόσμο, είσαι μόνος γιατί δεν ξέρεις πραγματικά να επικοινωνείς με τους γύρω σου.»

Η απάντηση τον βόλευε. Δεν σκέφτηκε ο δύστυχος ότι μέσα του είχε ένα κόσμο πανέμορφο που απλά έπρεπε να τον αναζητήσει. Κι όταν θα τον έβρισκε θα έλαμπε ολόκληρος κι οι γύρω του θα διψούσαν να τον αγγίξουν.

Με κάθε τσιγάρο δηλητηρίαζε τα πνευμόνια του, έχανε τη δύναμη του, την αντοχή του, η αναπνοή του διαρκούσε λιγότερο, κι ο βήχας δυνάμωνε…

Με κάθε τσιγάρο η πίσσα μαζευόταν στα σωθικά του.

Με κάθε τσιγάρο, το μονοξείδιο του άνθρακα, πλημμύριζε το αίμα του.

Με κάθε τσιγάρο έκλεινε τις αρτηρίες της καρδιάς του.

Δεν τον ένοιαζε; Τον ένοιαζε. Όμως η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα του είπε: «Έτσι καταλύεις τους κανόνες που σου βάζουν οι μεγάλοι για να σε ελέγχουν. Κάνεις αυτό που εσύ θέλεις, κι όχι αυτό που σου λένε αυτοί. Ανακαλύπτεις τον εαυτό σου και τα όρια σου».

Είχε αρχίσει να μην την πολυπιστεύει, όμως δίσταζε να το παραδεχτεί. Φοβόταν ότι θα τον κορόιδευε, θα τον θεωρούσε δειλό, συμβιβασμένο, φλώρο, παιδί της μαμάς του. Δεν σκέφτηκε πως οι πραγματικοί ασυμβίβαστοι είναι αυτοί που δεν πιστεύουν τις ρεκλάμες.

Με κάθε τσιγάρο, η νικοτίνη διέγειρε τα εγκεφαλικά του κύτταρα, ώστε όσο καπνίζε τόσο πιο πολύ ήθελε να καπνίσει .

Δεν τον ένοιαζε; Τον ένοιαζε. Ήταν όμως πια εξαρτημένος. Η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα δεν χρειαζόταν να του πει τίποτα πια. Τον είχε υποτάξει. Τον είχε καλά φυλακισμένο μέσα στα δίκτυα της. Ήταν δικός της. Κι έβαζε το κεφάλι στην άμμο σαν την στρουθοκάμηλο, να μην βλέπει την σκλαβιά του, να μην βλέπει την κατάντια του, κι όλο έλεγε «Όταν θέλω θα το κόψω». Όμως δεν το έκοβε ποτέ.

Δεν το έκοβε… Και τον έβλεπαν οι μοίρες που τον είχαν μοιράνει με όλα τα χαρίσματα του κόσμου και κλαίγανε. Κι η πιο μικρή και πιο γλυκιά, δεν άντεξε, πήγε κοντά του ένα βράδυ που κοιμόταν με τη πικρή γεύση του τσιγάρου στο στόμα, και του ψιθύρισε στ’ αυτί: «Κάθε άνθρωπος μες την ψυχή του βαθιά κρύβει ένα πρωταθλητή που μπορεί να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο που θα βρεθεί μπροστά του για να κάνει σπουδαία πράγματα. Αυτό τον πρωταθλητή δεν ήθελε να βρεις η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα γι αυτό σου έστρεφε συνεχώς το βλέμμα σε ψεύτικα είδωλα, λαμπερά απ’ έξω και κούφια μέσα. Τον πρωταθλητή που έχεις μέσα σου πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να τον βρεις. Όμως αν τον βρεις θα μπορέσεις να τρέξεις σαν τον άνεμο, να χορέψεις σαν τους ερωδιούς, να τραγουδήσεις σαν το αηδόνι, να κολυμπήσεις σαν το δελφίνι, να μάθεις όσα όλοι οι σοφοί της γης μαζί ξέρουν, να ζωγραφίσεις με τα χρώματα που ο Θεός ζωγράφισε τη γη, να μιλήσεις με τα λόγια των μεγάλων ποιητών, να δημιουργήσεις, να αγαπήσεις, να πονάς και να χαίρεσαι για τον ζωντανό πόνο της ζωής. Αν έβρισκες τον πρωταθλητή που κρύβεις μέσα σου, θα έβρισκες τα πραγματικά όρια σου, θα έβρισκες την πραγματική ελευθερία, σαν άλλος γλάρος Ιωνάθαν, θα πετούσες σε μέρη που οι άλλοι γλάροι δεν θα μπορούσαν ούτε να ονειρευτούν μέσα στο λαμπερό σκουπιδότοπο που οι πανέμορφες νεράιδες – κακιές μάγισσες τους ρίχνουν αφού τους παγιδέψουν με χρυσά δίκτυα.»

Ο νέος ξύπνησε μ’ ένα αίσθημα χαρμολύπης να πλημμυρίζει την ψυχή του. Πρώτη φορά σκέφτηκε πως ήταν καιρός να παραδεχτεί το λάθος του. Και πρώτη φορά συνειδητοποιούσε ότι οι ελπίδες δεν χάθηκαν. Δεν χάνονται ποτέ.

Τα ψεύτικα είδωλα ήταν μπροστά του συνέχεια, στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, στα περιοδικά, στο σχολείο, στην παρέα…

Ο πρωταθλητής που είχε μέσα του ήταν καλά κρυμμένος και για να βγει, έπρεπε ο νέος να δουλέψει πολύ σκληρά. Να ασκείται καθημερινά μέχρι να πονέσουν όλοι οι μυς του κορμιού του, όλα τα κύτταρα του μυαλού του. Να κοιτάζει συνεχώς προς τα μέσα προσπαθώντας να γίνεται συνεχώς λίγο καλύτερος.

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μωρό… Το πιο όμορφο, το πιο γλυκό, το πιο έξυπνο, το πιο δυνατό…

Και το μωρό μεγάλωσε, κι έγινε ένας νέος που εξέπεμπε γύρω του φως, κι ήταν πηγή ελπίδας για όλους όσους γυρνούσαν το βλέμμα τους σ’ αυτόν. Γιατί βρήκε στο τέλος τη δύναμη να πει όχι στην κακιά μάγισσα, είδε πως η ομορφιά της δεν ήταν αληθινή, δούλεψε σκληρά μέχρι που βρήκε τον πρωταθλητή που έκρυβε μέσα του. Κι αν τον βρήκε δεν σταμάτησε να τον ψάχνει γιατί έμαθε να χαίρεται αυτή την αναζήτηση, και να απολαμβάνει το ταξίδι…..

6 σχόλια:

orfeas είπε...

πολύ διδακτικό αν και νομίζω κάπως κλισέ. τέσπα το νόημα που ήθελες να περάσεις ήταν ξεκάθαρο

sayuri είπε...

πολύ μεστός ο λόγος, σε αγγίζει...μου άρεσε! Νομίζω πετυχαίνει το σκοπό του.

Μαρία είπε...

Έχεις δίκιο Ορφέα. Δεν γράφτηκε σε μια στιγμή καλλιτεχνικής αναζήτησης και έκφρασης αλλά σε μια στιγμή απελπισμένης προσπάθειας να πείσω κάποιους - ξέρεις ποιους - να κόψουν το τσιγάρο. Αν και όπως λέτε το μήνυμα περνάει, το σκοπό του δεν το πέτυχε. Τα λόγια όλοι τα καταλαβαίνουμε. Άλλο πράγμα είναι όμως το βίωμα. Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν όλα όσα γράφουμε είναι απλά διανοητικά επιτεύγματα χωρίς βιωματικό αντίκρυσμα. Αν δεν βάλουμε την τέχνη στην υπηρεσία της ύπαρξης μας,έτσι ώστε να μας αλλειώνει προς το καλύτερο, τότε τι νόημα έχει η ύπαρξη της, αναρωτιέμαι. Εσείς τι λέτε;

Ανώνυμος είπε...

πολύ ωραίο....
και πολύ αληθινό

Ευχαριστώ πολύ γιατι μου έμαθε πράγματα.

orfeas είπε...

συμφωνώ ότι είναι όντως κάτι τελείως διαφορετικό το να ξέρεις ότι βλάπτει το τσιγάρο από το να έχεις τη δύναμη να τοι κόψεις επειδή έχεις νιώσει την ζημιά που σου κάνει

niki είπε...

Ειναι ευκολο να αφεθεις, να αφησεις κατα μερος τις αναστολες σου οταν υπαρχει μια κακια μαγισσα στη ζωη σου.Που βρισκεται ομως η καλη μαγισσα, ο λογος η ανθρωπος που θα σε βοηθησει να βγεις απο την αυτοκαταστροφη σου.Θα ταν πολυ πιο ευκολα ολα τοτε.Δεν ξερω αν υπαρχουν καλες νεραιδες η απλα καμια φορα δεν μπορεις να τις δεις. Το να εχεις μονο τον εαυτο σου να βασιστεις ειναι τοσο οδυνηρο μερικες φορες. Νιωθεις απιστευτα μονος. Ισως το μυστικο για να κανεις τα λογια πραξη ειναι να προσπαθησεις να γινεις η καλη νεραιδα. Το να βρει καποιος μεσα του μια τέτοια νεραιδα φανταζει ακατορθωτο. Μα αν επιτευχθει τότε ενα βημα πιο περα η φαντασια θα γινεται πραγματικοτητα στα παντα.