Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

Ο Μύθος των Τεσσάρων Καβαλάρηδων. Επεισόδιο 2: Η Αφύπνιση

Το επόμενο πρωί ξημέρωσε χωρίς κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Η Νάλια ανησυχούσε μήπως δει και δεύτερο εφιάλτη αλλά προς μεγάλη της ανακούφιση δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι της ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά. Ήταν ήδη μεσημέρι. Νυσταγμένη ακόμα, φόρεσε τη στολή της και βγήκε έξω από τη σκηνή της. Ο Αλέξης μιλούσε με τον Μιλτιάδη λίγο πιο πέρα και απ ότι φαινόταν δεν είχαν να πουν κάτι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί ο Μιλτιάδης απομακρύνθηκε μετά από λίγο. Ο νεαρός γύρισε και το βλέμμα του στράφηκε στο θηλυκό βαμπίρ που τον κοιτούσε αγουροξυπνημένο.
« Μπα, ξύπνησες; Πως και τόσο νωρίς; Ο ήλιος λάμπει ακόμα ».
« Ως υβριδικό βαμπίρ αυτό δεν με ενοχλεί ιδιαίτερα. Τελοσπάντων, είχαμε τίποτα καινούργιο σήμερα; Κανένα νέο από τα άλλα μέτωπα; ».
« Όχι. Ο Μιλτιάδης λέει ότι είναι πολύ πιθανόν να προχωρήσουμε πέρα από την κοιλάδα. Ο σκοπός μας εδώ έχει ολοκληρωθεί, τουλάχιστον απ ότι λέει εκείνος ».
« Και που θα πάμε τώρα ;».
« Ίσως σπεύσουμε προς ενίσχυση του βορειοδυτικού μετώπου. Η Δρυκίλλη βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση πολιορκίας και απ ότι ακούω δεν ξέρουν πόσο θα μπορέσει να κρατήσει ακόμα. Χρειάζεται ενισχύσεις, αυτό είναι σίγουρο ».
« Να αρχίσουμε δηλαδή να πακετάρουμε τις σκηνές και τον εξοπλισμό μας; ».
« Όχι ακόμα. Το επιτελείο δεν έχει πάρει την οριστική του απόφαση. Κι εκτός αυτού πρέπει να κάνουμε έναν τελευταίο έλεγχο στην περιοχή πριν φύγουμε. Προσωπικά λέω να λάβω μέρος στην τέταρτη περιπολία που θα γίνει σε δυο ώρες ».
« Τότε θα έρθω κι εγώ ».
<< Καλώς. Α, και κάτι ακόμα. Μήπως είχες κανέναν άλλον εφιάλτη; >>.
<< Μετά τον προχθεσινό; Όχι ευτυχώς. Μάλλον δεν είχε και μεγάλη σημασία
τελικά >>.
<< Μακάρι >>, μουρμούρισε ο Αλέξης που διατηρούσε τις αμφιβολίες του. Ωστόσο η προσοχή του διασπάστηκε από την έκφραση που είχε πάρει το πρόσωπο της Νάλιας. Οι σκηνές τους ήταν τοποθετημένες κοντά στην πύλη του στρατοπέδου και έτσι ήταν σε θέση να δουν όποιον νεοφερμένο ερχόταν στο στρατόπεδο. Ο Αλέξης πρόσεξε ότι τα χαρακτηριστικά της είχαν τραβηχτεί δίνοντας της μια έκφραση φόβου και δυσπιστίας.
<< Δεν μπορεί >>, ψιθύρισε.
<< Τι δεν μπορεί; >>, τη ρώτησε ο νεαρός.
<< Πως βρέθηκε αυτός εδώ; >>, ρώτησε το θηλυκό βαμπίρ μέσα από τα δόντια του. Ο Αλέξης γύρισε να δει τι ήταν αυτό που την είχε αναστατώσει τόσο πολύ.
Έξω από την πύλη είχε σταματήσει ένας μονόκερως και από πάνω του ξεπέζευε εκείνη τη στιγμή ένας μελαχρινός νεαρός γύρω στα δεκαοχτώ. Δεν φορούσε πανοπλία παρά μόνο μια απλή φόρμα ιππασίας που θα τον διευκόλυνε πολύ πάνω στον μονόκερω.
<< Τι τρέχει μ’ αυτόν; >>, ρώτησε ο Αλέξης που εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει και πολλά.
<< Τον είχα δει στον εφιάλτη μου >>, είπε με φρίκη η Νάλια. << Πρέπει να κάνουμε κάτι. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε να μπει έτσι στο στρατόπεδο >>, είπε και σηκώθηκε βαδίζοντας αποφασιστικά προς την μεριά της πύλης.
Ο νεαρός ιππέας μιλούσε με έναν από τους φρουρούς της πύλης όταν πλησίασε η Νάλια.
<< Θα πρέπει να απευθυνθείτε στο κέντρο πληροφοριών. Μάρκο συνόδεψε τον λίγο μέχρι εκεί >>.
<< Περιμένετε!! >>, πρόσταξε η Νάλια που είχε πλησιάσει. << Δεν πρέπει να τον αφήσετε να μπει μέσα στο στρατόπεδο. Είναι επικίνδυνος >>.
Ο νεαρός γύρισε και την κοίταξε με ένα ύφος που πρόδιδε ότι διασκέδαζε μ αυτή την χαριτωμένη σκηνή.
<< Με συγχωρείτε δεσποινίς αλλά δεν θυμάμαι να σας έχω συναντήσει ποτέ ως τώρα. Γι αυτό αν μου επιτρέπετε έχω κι άλλες δουλείες… >>.
<< Όχι >>, είπε αποφασιστικά η Νάλια φράζοντας του τον δρόμο. << Σε είδα σε ένα εφιάλτη προχθές. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο >>. Το πρόσωπο του σκοτείνιασε μόλις άκουσε αυτά τα λόγια.
<< Α, βλέπω ότι είχες την ατυχία να δεις το προμήνυμα >>.
<< Το ποιο; >>, ρώτησε ο Αλέξης.
<< Το προμήνυμα των Τεσσάρων Καβαλάρηδων νεαρέ >>, στράφηκε στον Αλέξη με τους φρουρούς να τον κοιτάνε σαστισμένοι. << Η προειδοποίηση που βλέπει κάποιος στον ύπνο του όταν ξυπνάνε οι Τέσσερις Καβαλάρηδες. Δεν πρόκειται για κάνα ευχάριστο όνειρο βέβαια, αυτό να λέγεται >>.
<< Ακριβώς. Κι αφού το παραδέχεσαι τότε δεν έχουμε κανένα λόγο να σε αφήσουμε να μπεις στο στρατόπεδο >>, του είπε η Νάλια. Οι φρουροί έδειξαν να συμφωνούν μαζί της και τώρα κοιτούσαν τον νεαρό με δυσπιστία και τις λόγχες τους στραμμένες πάνω του.
<< Κάνετε λάθος >>, τους απάντησε εκείνος ήρεμα. << Δεν είμαι εδώ για να σας κάνω κακό αλλά για να σας προστατέψω από τα αδέρφια μου. Αν είδες το προμήνυμα όπως λες τότε θα θυμάσαι ότι ο τελευταίος καβαλάρης δεν ήταν σαν τους προηγούμενους αλλά προσπαθούσε να προστατέψει τα θύματα τους. Αυτό κάνω κι εγώ λοιπόν >>.
<< Αυτό είναι γεγονός >>, παραδέχτηκε η Νάλια αν και συνέχιζε να τον κοιτάει δύσπιστα. << Έστω κι έτσι. Τι θες εδώ; >>, τον ρώτησε.
<< Πληροφορίες. Πρέπει να μάθω κάποια πράγματα για τις κινήσεις των άλλων καβαλάρηδων >>.
Η Νάλια φάνηκε να διστάζει για μια στιγμή αλλά τελικά παραμέρισε και τον άφησε να περάσει. Ο νεαρός προχώρησε μπροστά με τη συνοδεία του Μάρκου που τον πήγαινε στο κέντρο πληροφοριών του στρατοπέδου. Ο Αλέξης και το θηλυκό βαμπίρ τον ακολουθούσαν κατά πόδας. Όταν έφτασαν ο νεαρός άρχισε να κάνει διάφορες ερωτήσεις στον αρμόδιο του γραφείου.
<< Μήπως ξέρετε αν συνέβη κάποια απαγωγή η κάποιο εξαιρετικά ειδεχθές περιστατικό βασανισμού από προχθές; >>.
<< Όχι, δεν μας έχει έρθει καμία τέτοια αναφορά >>, του απάντησε εκείνος κοιτώντας τον λοξά γιατί ήταν πολύ ασυνήθιστο να ζητάει κάποιος τέτοιου είδους πληροφορίες σε ένα στρατόπεδο και μάλιστα όταν υπήρχαν πολύ πιο επείγουσες εξελίξεις. Ωστόσο ο νεαρός δεν φάνηκε να πτοείται.
<< Κάποια καταστροφή μεγάλης κλίμακας όπου τα θύματα να βασανίστηκαν βάναυσα; >>.
<< Όχι, τίποτα τέτοιο >>, απάντησε και πάλι ο αρμόδιος υπάλληλος κοιτώντας τον ακόμα πιο παράξενα.
<< Κάποια τρομοκρατική επίθεση τότε; >>.
<< Όχι, δεν είχαμε κανένα τέτοιο περιστατικό στα εδάφη μας >>.
<< Παράξενο >>, σχολίασε απογοητευμένος ο νεαρός. << Περίμενα ότι μέχρι τώρα θα είχαν ήδη αρχίσει >>.
<< Ποιοι; >>, τον ρώτησε ο Αλέξης.
<< Οι άλλοι καβαλάρηδες φυσικά. Μέχρι τώρα δεν έχουν κάνει τίποτα, πράγμα που είναι ασυνήθιστο γι αυτούς. Μπορεί ωστόσο να συμβεί κάτι μέχρι το βράδυ. Δεν μπορώ να καταλάβω όμως… >>. Την τελευταία φράση την είπε περισσότερο στον εαυτό του παρά στους άλλους γύρω του.
Ωστόσο ούτε κι όταν νύχτωσε ήρθε στο στρατόπεδο κάποια ανησυχητική είδηση από το είδος που περίμενε ο νεαρός και η ανησυχία του μεγάλωσε.
« Μα καλά τι γίνεται; Μέχρι τώρα έπρεπε να είχαμε τουλάχιστον πέντε επιθέσεις. Τι στην ευχή κάνουν; Και γιατί δεν μπορώ να νιώσω το στέμμα; », μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του. Ο Αλέξης και η Νάλια τον είχαν πάρει από κοντά αλλά δεν κατάφεραν να του πάρουν και πολλές πληροφορίες. Μετά από πολλή ώρα τους είπε ότι το όνομα του ήταν Κάδμος. Κατά τα άλλα δεν είχε και πολλή όρεξη για κουβέντες. Μονάχα πηγαινοερχόταν μέσα κι έξω από την πύλη του στρατοπέδου κοιτώντας πότε τον ορίζοντα και πότε τον θηλυκό του μονόκερω. Σε αντίθεση με τον καβαλάρη της εκείνη ήταν τελείως χαλαρή. Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν επέστρεψε το απόσπασμα του Μιλτιάδη.
<< Κανένα νέο; >>, τον ρώτησε ο Αλέξης.
<< Όχι, μπορούμε να μετακινηθούμε ανατολικά τώρα πια. Ολόκληρη η περιοχή περιμετρικά της κοιλάδας είναι υπό τον έλεγχο μας. Δεν διατρέχουμε κανένα κίνδυνο αν προελάσουμε >>. Μόλις όμως το βλέμμα του έπεσε στον Κάδμο άλλαξε απότομα στάση. Το βλέμμα του από εκεί που ήταν αδιάφορο έγινε έκπληκτο.
<< Κάδμε…; Εσύ εδώ; Πότε ξύπνησες; >>, τον ρώτησε ανήσυχος.
<< Μόλις σήμερα το πρωί. Κι εδώ που τα λέμε εγώ θα έπρεπε να σου κάνω αυτή την ερώτηση. Πάνε έξι χρόνια από την τελευταία φορά που σε είδα στη Νιδράλλη. Δεν φαντάζομαι να μην έφυγες καθόλου; >>.
<< Όχι επέστρεψα πριν από ένα χρόνο εδώ. Ήδη έχει ξεσπάσει ο πόλεμος που περιμέναμε. Πριν ένα μήνα μάλιστα κερδίσαμε την πρώτη μεγάλη μας νίκη. Αλλά εσύ τι έκανες μέχρι τώρα; Είναι κάπου εδώ κοντά τα αδέρφια σου; >>, τον ρώτησε ανήσυχος.
<< Όχι κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα >>, ξεφύσηξε εκνευρισμένος ο Κάδμος. << Από την ώρα που ξύπνησα δεν μπορώ να νιώσω ούτε καν την παρουσία του Στέμματος >>.
<< Και τι σημαίνει αυτό; >>.
<< Μακάρι να ήξερα >>.
<< Συγνώμη >>, τους διέκοψε η Νάλια, << αλλά μήπως μπορείτε να μας εξηγήσετε τι ακριβώς συμβαίνει; Και καταρχήν ποιος ακριβώς είναι αυτός ο νεαρός; Από πού τον ξέρεις εσύ; >>, ρώτησε τον Μιλτιάδη. Ο Αλέξης και οι φρουροί της πύλης μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του αποσπάσματος παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον τη συζήτηση.
<< Υποθέτω ότι θυμάσαι σε γενικές γραμμές τον Μύθο των Τεσσάρων Καβαλάρηδων >>.
<< Περίπου. Πάνε αρκετά χρόνια που διάβασα αυτό το παραμύθι >>.
<< Παραμύθι; Ώστε έτσι ε; >>, είπε ειρωνικά ο Κάδμος.
<< Νάλια σου έχω ήδη πει ότι αυτή η ιστορία μόνο φανταστική δεν είναι αλλά από ότι βλέπω δεν εννοείς να το χωνέψεις. Ευκαιρία λοιπόν να πλουτίσουμε όλοι τις γνώσεις μας. Κάπου εδώ έχω ένα αντίγραφο, μισό λεπτό να το βρω >>. Ανακάτεψε λίγο τα πράγματα του και ύστερα έβγαλε ένα χειρόγραφο τριών περίπου σελίδων.
<< Ωραία, το βρήκα, ελάτε στη σκηνή μου Κάδμε, Αλέξη και Νάλια. Έχουμε να συζητήσουμε αρκετά >>.

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

Breaking the law with you

Morning times become my sleep moments
before I sleep I forget everything
thanks to you,
but when I wake up, rushing to go,
my little problems grow again
and I am afraid
cause I am breaking the law with you
the law of every state
even the law of my concerning nature
my romantic thoughts sometimes make me worry so much
that I ignore the fire inside
and the happiness around it eludes me
but breaking the law with you
my baby
I find it and I lose it
again and again
becoming serial or not?
I have not the answers to questions I shouldn't even ask
my mind takes control of my reality
my dreams come and go once again
I wonder
will I break the law with you again?
Will I resist?
Should I?

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

Και έσονται οι δύο εις σάρκα μία


Την ευτυχία ψάχνοντας να βρω
πήγα ταξίδια μακρινά
γνώρισα κόσμο όμορφο
γλυκό φαΐ, γλυκό πιοτό δοκίμασα.

Μα όλοι οι τόποι, ίδιοι μου φάνηκαν
παντού το ηλιοβασίλεμα το ίδιο με πονούσε
και του αγέρα η αύρα την ανάσα μου έκοβε.

Το πράσινο το μπλε και το λευκό
στον ίδιο καμβά πάλευαν

και φιλιώνανε.

Μα δεν μου φτάνανε.

Φίλους πολλούς στον ώμο άγγιξα απαλά
χαμόγελο ζεστό τους χάρισα.

Αγκαλιασμένοι σεργιανίσαμε σοκάκια χαρούμενα και φωτεινά.

Ήταν ωραία

Μα δεν μου φτάνανε

Δεν έμαθα ούτε να μιλώ ούτε να σιωπώ.

Μισή πορεύτηκα.

Μέχρι που τα δικά σου βήματα
στη πόρτα της καρδιάς μου στάθηκαν.

Σ’ ένα ταξίδι αλλιώτικο με κάλεσες.

Για να σ’ ακούσω μάτωσα
για να σε καταλάβω έσβησα όσα νόμιζα πως ήξερα

Δεν ήθελες να πας ταξίδια εξωτικά,
ούτε το φεγγάρι και τ’ άστρα σ’ ένοιαζαν.
Δεν ήθελες να φας ούτε να πιεις
αυτά που με χαρά σου ετοίμασα.

Κι έτσι έγινε και έμαθα να στρώνω αλλιώς το τραπέζι
και μέσα σου να ταξιδεύω το ταξίδι της αγάπης.

Μέχρι που εκείνη τη στιγμή

Την μυστήρια κι ευλογημένη
που στα πικρά μου δάκρυα
είδα την μικρή, μισή μου εικόνα,
μια χαραμάδα τόση δα, άνοιξε στην καρδιά μου.

Ξεχείλισε ο πόνος και το φως

Τώρα ξέρω πως όταν η καρδιά μου διάπλατα ανοίξει
ολόκληρος μέσα για να μπεις

Φωνή ωδίνης δυνατή θα κλάψω
κι εσύ δεν θάσαι πια ο άλλος

κι εγώ δεν θάμαι πια μισή.

Ώστε ουκέτι εισί δύο αλλά σαρξ μία.