Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

Χαίρομαι πραγματικά που ξεκίνησε το bloggάκι μας. Εύχομαι να γεμίσει με τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις ιδέες μας. Χθες διάβασα σ' ένα έντυπο κάποιες ατάκες σχετικές με την "επιστολή", την γραπτή επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Νομίζω ότι ταιριάζουν στο ξεκίνημα του ιστολογίου μας.

"Αρχίζω να πιστεύω ότι ο σωστός ορισμός του ανθρώπου είναι "ζώο το οποίο γράφει επιστολές""
Λιούης Κάρολ

"Το να γράφεις επιστολές είναι ο μόνος τρόπος να συνδυάσεις τη μοναξιά με την καλή παρέα"
Λόρδος Βύρων

"Τα τραγούδια μου είναι απλά μικρές επιστολές στον εαυτό μου"
Άνι ΝτιΦράνκο

"Το να στείλεις ένα γράμμα είναι ένας καλός τρόπος να πας κάπου χωρίς να μετακινήσεις τίποτα άλλο εκτός από την καρδιά σου"
Φίλις Θερού

πασχαλίτσα


Κλαμένα μάγουλα, χέρια κι οράματα ανοιχτά, ανάγκες του αέρα και μύρια κομμάτια σύννεφα, καφές στο emigree και μπισκότα με γέμιση σοκολάτας, χαρούμενα πρόσωπα και βλέμματα σπιρτόζικα, ανήσυχα, βλέμματα που κουβαλούν τη δίψα για ζωή... πολλά θέλω και λίγος χρόνος, ζεστές αυθόρμητες ειλικρινείς αγκαλιές μεταξύ φίλων, αγάπη αδελφική ....
Κεντημένο πουκάμισο και τζιν σωλήνα, σαλάτα ρόκα μοτσαρέλα και λιαστή ντομάτα, υποσχέσεις και όνειρα, σκέψεις που ξεπετάγονται σαν τα μυρμήγκια από το χώμα, δεν μπορείς να τα κρατήσεις, ξεπροβάλλουν και έπειτα δεν ξέρεις τι να τα κάνεις. Ονειρεύεσαι και φαντάζεσαι και νιώθεις, κι είναι τόσο δύσκολο να πιστέψεις ότι όλα τελειώνουν. Θα τρέξω χωρίς ανάσα μέχρι τη θάλασσα, θα προσπαθήσω να σπάσω όλα τα ρεκόρ, φτάνει να προλάβω να νικήσω το χρόνο, να μη με βρει ο αυγουστιάτικος ήλιος κάπoυ ανάμεσα σε Παύλου Μελά και Τσιμισκή γιατί θα τσουρουφλιστώ και δεν θέλω. Ελάτε να τρέξετε μαζί μου ως εκεί που δεν υπάρχει αύριο, που το σύμπαν συναντιέται σε όλες του τις διαστάσεις και οι παράλληλοι κόσμοι γίνονται ένα... Ελάτε μαζί μου να πετάξουμε και να ζωγραφίσουμε μια πασχαλίτσα στον ήλιο με πορτοκαλί φόντο και γαλάζιο ουρανό! Σας υπόσχομαι, θα περάσουμε τέλεια!



P.S: Η ΚΡΕΠΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟ(Η ΤΙΣ ΜΙΚΡΕΣ ΑΤΙΜΙΕΣ:P) ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ!


Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

Ο Μύθος των Τεσσάρων Καβαλάρηδων


Η ιστορία των τεσσάρων καβαλάρηδων φημολογείται ότι ξεκίνησε από το περίφημο ΄΄Στέμμα του Σκότους΄΄ το οποίο έγινε γνωστό με αυτή την επωνυμία επειδή όσοι είχαν την ατυχία να το φορέσουν ή ακόμα και να το αγγίξουν κατέληγαν, σχεδόν πάντοτε, νεκροί. Τα πτώματα τους βρίσκονταν θαμμένα μερικές μέρες μετά την εξαφάνιση τους, φρικτά παραμορφωμένα, δίνοντας την εντύπωση ότι είχαν περάσει τα χειρότερα βασανιστήρια.
Σύμφωνα με το μύθο το στέμμα ανήκε κάποτε σε μια οικογένεια που είχε τέσσερις γιους: τον Αντύππα, τον Άρη, τον Λάϊο και τον Κάδμο. Οι γονείς τους το θεωρούσαν ως τον πολυτιμότερο οικογενειακό τους θησαυρό και αυτό που τους άρεσε περισσότερο πάνω του ήταν τέσσερις πολύτιμοι λίθοι που το στόλιζαν: ένα σμαράγδι, ένα ρουμπίνι, ένα ζαφείρι κι ένα διαμάντι. Οι γιοι τους ήταν πολύ περήφανοι για αυτό και ο Αντύπας, ο Άρης και ο Λάϊος φιλονικούσαν συχνά για το ποιος θα το κληρονομούσε. Ο Κάδμος όμως ήταν αντίθετος στην ιδέα να περάσει αποκλειστικά στην κατοχή ενός από τους τέσσερις και επέμενε ότι θα έπρεπε να παραμείνει στο πατρικό τους ως οικογενειακό κειμήλιο. Τα τέσσερα αδέρφια τσακωνόταν συχνά για αυτό το θέμα και οι καβγάδες τους γινόταν όλο και χειρότεροι καθώς μεγάλωναν.
Οι γονείς τους δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι αυτή την κατάσταση και τους προειδοποιούσαν συχνά ότι αν συνέχιζαν έτσι κάποια μέρα θα τους έδιωχναν μακριά από το σπίτι και το στέμμα. Παρά τις απειλές τους όμως, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε και μια μέρα, όταν και οι τέσσερις είχαν πλέον ενηλικιωθεί, ήρθαν στα χέρια και ο καβγάς που ακολούθησε ήταν χειρότερος από κάθε άλλη φορά. Τραυμάτισαν ο ένας τον άλλο τόσο άσχημα και προκάλεσαν τέτοιες ζημιές στο σπίτι που όταν επέστρεψε ο πατέρας τους έγινε έξω φρενών μαζί τους. Εξοργισμένος τους είπε ότι δεν ανήκαν πια σ αυτό το σπίτι, ότι δεν ήταν γιοι του και κυρίως ότι είχαν χάσει κάθε δικαίωμα πάνω στο Στέμμα. Πριν τους διώξει τους προειδοποίησε πως αν προσπαθούσαν να το κλέψουν θα γινόταν πραγματικότητα ο χειρότερος τους εφιάλτης από τον οποίο δεν θα μπορούσαν να λυτρωθούν ποτέ.
Την ίδια κιόλας μέρα οι γονείς τους αποφάσισαν να βάλουν, από κοινού, το σχέδιο τους σε εφαρμογή. Η μητέρα τους, που ήταν μάγισσα, τοποθέτησε μια κατάρα πάνω στο Στέμμα έτσι ώστε αν κάποιος από τους γιους προσπαθούσε να το κλέψει να μεταμορφωνόταν σε αιώνιο φρουρό του χωρίς όμως, κανένα δικαίωμα πάνω του.
Το ίδιο βράδυ μετά τον καβγά ο Αντύπας τρύπωσε κρυφά στο σπίτι με μοναδικό σκοπό να βάλει το Στέμμα στο χέρι πριν τον προλάβουν τα αδέλφια του. Μόλις όμως, το άγγιξε η κατάρα έδρασε ακαριαία. Στον Αντύππα άρεσε πάντα να φοβίζει και να τρομοκρατεί τα άλλα παιδιά με κάθε τρόπο. Έτσι μεταμορφώθηκε σε αυτόν που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως ΄΄Ο Καβαλάρης του Τρόμου΄΄. Τα χνάρια του Αντύππα ακολούθησε λίγες ώρες αργότερα με τον ίδιο σκοπό. Από μικρός είχε ιδιαίτερη κλίση στα βασανιστήρια από τα οποία αντλούσε σαδιστική ηδονή. Η θέα των άλλων παιδιών να ματώνουν στα χέρια του τον ηδόνιζε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Η σκληρότητα που τον χαρακτήριζε του είχε χαρίσει το παρατσούκλι ΄΄Ο Δήμιος΄΄ κι έτσι μεταμορφώθηκε σε αυτόν που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως ΄΄Ο Καβαλάρης του Πόνου΄΄. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε κι ο Λάϊος που, όπως και τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του δεν ήθελε τίποτα άλλο εκτός από το Στέμμα για προσωπικό του όφελος. Είχε έντονη εμμονή με τα ψυχολογικά βασανιστήρια και τις ψυχικές ασθένειες κάθε μορφής. Από καιρό τον απασχολούσε η ιδέα να βυθίζει το μυαλό των εχθρών του στο χάος προκαλώντας μη αναστρέψιμες εγκεφαλικές βλάβες. Πίστευε ότι η απώλεια ισορροπίας στον εγκέφαλο προκαλούσε τη χειρότερη και βαθύτερη ζημιά στον άνθρωπο. Όπως ήταν φυσικό η κατάρα τον μεταμόρφωσε στον ΄΄Καβαλάρη του Χάους΄΄.
Ο Κάδμος μπήκε κρυφά στο σπίτι των γονιών του λίγες μέρες μετά το επεισόδιο του καβγά. Σε αντίθεση με τα αδέρφια του δεν ήθελε το Στέμμα για τον εαυτό του και στη διάρκεια του καβγά προσπαθούσε μόνο να τους εμποδίσει να το αρπάξουν. Παρά τις προσπάθειες του να το εξηγήσει στον πατέρα του εκείνος ήταν ανένδοτος. Τελικά ο νεαρός αποδέχθηκε με μεγάλη λύπη τη μοίρα του και αποφάσισε να φύγει μακριά από το σπίτι των προγόνων του και μακριά από το αγαπημένο του κειμήλιο για πάντα. Έχοντας δει με τα ίδια του τα μάτια πόσο κακή επίδραση είχε πάνω στα αδέλφια του, παραδέχθηκε με κάποια πικρία, ότι η ενέργεια του πατέρα του ήταν ίσως η μόνη λύση στην κατάσταση που είχαν έρθει. Παρόλα αυτά ήθελε να δει το Στέμμα μια τελευταία φορά, πριν φύγει οριστικά. Είχε εμπιστοσύνη στα λόγια του πατέρα του αλλά ήθελε να σιγουρευτεί κι ο ίδιος προσωπικά για την ασφάλεια του Στέμματος.
Δυστυχώς όμως για εκείνον, η κατάρα της μητέρας του δεν έκανε διάκριση ανάμεσα σε καλή και κακή πρόθεση και έδρασε πάνω του όπως είχε κάνει και με τα αδέρφια του. Αλλά το αποτέλεσμα αυτή τη φορά, ήταν πολύ διαφορετικό. Ο Κάδμος δεν είχε τη αλαζονεία, τον εγωισμό, την πλεονεξία και τη σκληρότητα που χαρακτήριζαν τον Αντύππα, τον Άρη και τον Λάϊο. Προσπαθούσε πάντοτε να προστατεύει τα θύματα των αδερφών του όπως άλλωστε είχε κάνει και με το Στέμμα. Ήταν ο πιο σεμνός και κατά βάθος ο πιο γενναίος από τους τέσσερις και ποτέ δεν είχε φοβηθεί να τα βάλει μαζί τους ακόμα κι όταν ήταν τρεις εναντίον ενός. Έτσι ο Κάδμος μεταμορφώθηκε στον ΄΄Καβαλάρη του Θανάτου΄΄ ή όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται μερικές φορές ΄΄Ιππότη του Θανάτου΄΄.
Ο Αντύπας, ο Άρης και ο Λάϊος αντέδρασαν αρχικά, στην κατάρα προσπαθώντας να απαλλαγούν από αυτήν. Είχαν καταδικαστεί στον χειρότερο εφιάλτη τους: να είναι ακοίμητοι και αθάνατοι φρουροί και προστάτες του Στέμματος χωρίς όμως να μπορούν έστω και να το αγγίξουν. Όταν κατάλαβαν ότι ήταν αδύνατο να ξεφύγουν από το τυραννικό τους καθήκον αποφάσισαν να το τηρήσουν με απόλυτη πίστη και φανατισμό. Άλλωστε η τιμωρία ήταν ένα έργο απόλυτα ταιριαστό στο χαρακτήρα τους γιατί τους έδινε ένα ευρύ πεδίο για να ικανοποιήσουν τα άγρια ένστικτα τους. Όπως ήταν αναμενόμενο μετά από λίγα χρόνια έγιναν ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρης της Νιδράλλης κι αυτό επειδή η κατάρα τους είχε δώσει φοβερές μαγικές δυνάμεις προς εξυπηρέτηση του σκοπού τους.
Ο Κάδμος αντέδρασε κι εκείνος στην κατάρα, με διαφορετικό όμως τρόπο. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να απαλλαγεί από αυτήν γιατί ήξερε καλά την καταπληκτική δεξιοτεχνία με την οποία ήταν προικισμένη η μάνα του στη μαγεία. Κατάφερε όμως να αλλάξει το ρόλο του. Από προστάτης του Στέμματος έγινε προστάτης των θυμάτων των αδερφών του, δηλαδή όλων όσων είχαν την ατυχία να πέσει στα χέρια τους το Στέμμα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και αφοσιώθηκε με όλες του τις δυνάμεις σε αυτό τον σκοπό. Έτσι ο Καβαλάρης του Θανάτου εξελίχθηκε στον πιο αποφασιστικό και ορκισμένο εχθρό των Καβαλάρηδων του Τρόμου, του Πόνου και του Χάους. Αν δεν κατάφερνε να σώσει έγκαιρα τα θύματα τους τότε τους χάριζε έναν γρήγορο και ανώδυνο θάνατο γιατί τις περισσότερες φορές τα τραύματα τους ήταν σε τέτοιο βαθμό ανεπανόρθωτα που δεν είχε νόημα να διατηρηθούν στη ζωή.
Παρά την αθανασία τους οι Τέσσερις Καβαλάρηδες έπεφταν σε λήθαργο όταν το Στέμμα βρισκόταν εκτός κινδύνου και ξυπνούσαν μόνο όταν προσπαθούσε κάποιος να το κλέψει, οι τρεις πρώτοι με σκοπό να σκορπίσουν την καταστροφή και ο τέταρτος για να τους εμποδίσει. Ο Καβαλάρης του Θανάτου ήταν περισσότερο ευχαριστημένος με τον ρόλο του ως προστάτη όχι μόνο γιατί ήξερε πόσο κακό απέτρεπε αλλά και επειδή ήταν ο μόνος που κατάφερε να αλλάξει την επίδραση της κατάρας πάνω του με κάποιο τρόπο.


Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ιστορία των Τεσσάρων Καβαλάρηδων δεν είναι μύθος αλλά αληθινή κι ότι το Στέμμα του Σκότους όντως υπάρχει. Ωστόσο μέχρι τώρα δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις στην Ιστορία της Νιδράλλης.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

Sunglasses



Secret pain, fade away
he will never feel the same
broken heart try to be saved
angels will never sense your pain
new things, old scars
a wandering soul confused the paths
back to you, back to pain
ignoring whispers which say
that sunshine is behind your gains
new days, old decisions
a delayed start solves the confusions
Part of my heart, you have not the upper hand
Sunshine already makes me close my eyes


But .. I still wonder
Have you ever.. ?


Back to you, back to pain
we will never be the same
smoking memories fade the gain
sunglasses were became part of the game

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΑΝΟΙΞΗ


Προχτές άνοιξα το παράθυρο και το κελάηδισμα των πουλιών έφτασε στ’ αυτιά μου πιο ισχυρό απ’ τα αυτοκίνητα και τη βουή της πόλης. Αναθάρρησα˙ ανάπνευσα λίγο άνοιξη και γιόμοσα τα πνευμόνια μου ουρανό˙ σημαιοστολίστηκα, φόρεσα λουλουδένιο φόρεμα με πολύχρωμα ζουμπούλια και στόλισα κόκκινα πέδιλα στα πόδια να ταιριάζουν με τα βαμμένα νύχια μου.

Βγήκα έξω, κρύος νοτιάς μου χάιδεψε το πρόσωπο, σημάδι ότι ακόμα δεν καλοκαίριασε για τα καλά. Ενστικτωδώς, το δέρμα μου αναρίγησε και μου θύμισε κοτόπουλο˙ η τεράστια κορδέλα που έδεσα στο κεφάλι ν’ ανεμίζει μπλεγμένη μαζί με τα ανάκατα καστανοκόκκινα μαλλιά μου, χόρευε περίτεχνα υπακούοντας στα ντερτίπια του ανέμου.
Κατηφόρισα προς την Καμάρα και διέσχισα το δρόμο για να βρεθώ στη Ναυαρίνου. Ο ήλιος μου καψάλισε το δέρμα και το στόμα μου στέγνωσε. Αμέσως μου γεννήθηκε έντονη η επιθυμία για κάτι δροσερό˙ μια ψηλόλιγνη μελαχρινή κοπέλα πέρασε την ίδια στιγμή από μπροστά μου και το βλέμμα μου καρφώθηκε στο παγωτό φράουλα που απολάμβανε με ευχαρίστηση όπως μαρτυρούσαν οι μορφασμοί του προσώπου της. Ζήλεψα˙ έτρεξα στον παγωτάρη και παρήγγειλα δυο μπάλες αφού δυσκολεύτηκα λίγο να διαλέξω γεύσεις˙ τελικά πήρα χαλεπιανό και φράουλα σε ολόφρεσκο χωνάκι σοκολάτα.
Η γεύση της φράουλας λίγο ξινή, με το που άγγιξε τα αφυδατωμένα χείλη μου ανακουφίζοντάς τα, ακολούθως γλίστρησε στον ουρανίσκο μου που χρησίμευσε σαν τσουλήθρα διέσχισε μια διαδρομή και τελικά βούτηξε στο στομάχι μου. Όλες μου οι αισθήσεις ξύπνησαν! Έγλειψα ακόμα λίγο μα δεν το έφαγα όλο αμέσως, θέλησα να το χορτάσω πλάι στη θάλασσα, πέταξα ως τον πύργο και κάθισα στα σκαλιά πλάι σε άλλους νέους της ηλικίας μου, ντυμένοι κι αυτοί ανάλαφρα, αλαφροίσκιωτοι κάπως, φαίνονταν να είχαν αφήσει τις σκοτούρες κάπου ανάμεσα στη σκονισμένη βιβλιοθήκη του γραφείου τους, δεύτερο ράφι αριστερά, Α’ τόμος εφαρμοσμένων μαθηματικών, σελίδα 306. Δεν τους αδικώ, άλλωστε σε ποιο σύμπαν συγκρίνεται μια βόλτα με φίλους κατά μήκος της λεωφόρου Νίκης τέτοια μέρα με χάρμα καιρό και τα μυαλά στις διακοπές; Μα σε κανένα φυσικά.

Ο ένας, με το κοντοκουρεμένο μαλλί το μαύρο, με είδε που κοίταζα προς το μέρος τους και μου χαμογέλασε ˙ του χαμογέλασα κι εγώ˙ για μια στιγμή ξαναγύρισε το βλέμμα του στην παρέα, κάτι είπε και ύστερα σηκώθηκε, ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε:
- Θες να καθίσεις μαζί μας; Έχουμε καλύτερη θέα από δω, είπε κι έσκασε ένα χαμόγελο αφήνοντας να σχηματιστούν δυο χαριτωμένα λακκάκια δεξιά και αριστερά του στόματός του.
Η πρόφασή του μου φάνηκε χαριτωμένα αστεία. Το γέλιο μου αυθόρμητο, δυνατό, κάπως υπερβολικό αλλά μάλλον οφειλόταν στην γενικότερη ευφορία γύρω μου, νόμισα πως ακούστηκε ως τα καφέ που στοιβάζονται απέναντι κατά μήκος του δρόμου.
- Βέβαια, γιατί όχι, είπα και σηκώθηκα με προσοχή, μην τυχόν και ανοίξει το φουστάνι σαν ομπρέλα γιατί φυσούσε αρκετά (δεδομένου ότι ήμασταν στην θάλασσα).
Κάθισα μαζί τους, κάναμε τις συστάσεις, το παιδί λεγόταν Νίκος, Έλενα είπα, χάρηκα πολύ, Μιχάλης, Βίκυ(η κοπελιά του Μιχάλη), χαίρω πολύ, Αλέξανδρος και Μάνος.
Όλοι τους ήταν του Πολυτεχνείου, ο Αλέξανδρος κι ο Μιχάλης πολιτικοί μηχανικοί, ο Νίκος, ο Μάνος κι η Βίκυ εφαρμοσμένα μαθηματικά σπούδαζαν 3 έτος όλοι τους εκτός από το Μάνο που ήταν 6ο έτος, είχε ήδη ένα χρόνο παραπάνω δηλαδή και σκόπευε να καθίσει κι άλλο Θεσσαλονίκη από τα λεγόμενά του. Ο Μιχάλης τα είχε με τη Βίκυ από το σχολείο, η Βίκυ γνώρισε τον Νίκο στη σχολή που έκανε παρέα με το Μάνο, φίλο του αδερφού του. Έτσι γνωρίστηκαν ο Μιχάλης με το Νίκο και μετά από μια συναυλία των Πυξ Λαξ όπου πήγε κι ο Αλέξανδρος φίλος και συμφοιτητής του Μιχάλη, έδεσε το γλυκό και γίνανε αχώριστοι.
Καταπιαστήκαμε ύστερα να μιλάμε για τις σχολές μας και τη φοιτητική ζωή, τους είπα για τις φίλες μου, τις δικές μου κολλητές, απαρίθμησα μια δυο τρέλες που κάναμε κι εμείς σαν φοιτήτριες και γέλασαν.
Καθόλη τη διάρκεια της συζήτησης, ο Νίκος μου έριχνε κλεφτές ματιές, έδειχνε να απολαμβάνει τη συντροφιά μου χωρίς βέβαια να γίνεται πιο διαχυτικός. Κι εμένα μου άρεσε ο τρόπος που μιλούσε, είχε κάτι το ιδιαίτερο η παρουσία του ολόκληρη και τα μάτια του σαν να έφερναν κάτι απ’ το γαλάζιο της θάλασσας, με ζάλιζαν...

Μου είπαν κι εκείνοι τα δικά τους κατορθώματα –τα οποία σε σύγκριση με τα δικά μας ήταν πολύ χειρότερα αφού είναι και αγόρια, γελάσαμε τόσο που πόνεσα το στομάχι μου και δεν το κουνήσαμε από κει παρά μόνο όταν το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικό(ακόμα τα βράδια δεν είναι για να βγαίνεις χωρίς ζακέτα, μη σας πω και παλτό).

Χωριστήκαμε λίγο πάνω από τον Λευκό Πύργο, στη διαγώνιο που ένωνε τη Τσιμισκή με τη Νίκης. Εκείνοι θα έπαιρναν το 3 για το Ράδιο Σίτυ. Εγώ θα συνέχιζα για την Καμάρα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να πω κάτι, πώς να ζητήσω το τηλέφωνο του Νίκου, ήθελα να μου το ζητήσει αυτός. Αρκέστηκε σε ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο κι ένα αόριστο «θα τα πούμε».Φίλησα τη Βίκυ και χαιρέτησα τους υπόλοιπους εγκάρδια, ευχαριστώντας τους για την υπέροχη παρέα. Ανταπέδωσαν και μετά από μια στιγμή αμηχανίας πρώτος ο Μάνος ξεκίνησε να φύγει. Τον ακολούθησαν κι άλλοι, τελευταίος ο Νίκος με αργά βήματα. Καθώς απομακρύνονταν, έκανε να γυρίσει το κεφάλι προς το μέρος μου, αλλά τελικά το μετάνιωσε και συνέχισε να περπατά αυτή τη φορά ακολουθώντας το ρυθμό των υπολοίπων. Ύστερα χάθηκε στην αγκαλιά των φίλων του˙ ύστερα χάθηκα στο απέραντο γαλάζιο των ματιών του˙ γύρισα σπίτι κι έπεσα κατευθείαν για ύπνο να τον ονειρευτώ. Ήταν πολύ ωραία η Κυριακή μου, αλλιώτικη.