Τρίτη 29 Ιουλίου 2008
What does it mean?
Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008
Απόψε το φεγγάρι έχει το χρώμα της πυρκαγιάς. Έτσι όπως ξεπροβάλλει αδέσποτο πίσω από το βουνό μοιάζει με λάβα που τρέχει με σκοπό να κάψει τις ψυχές των αστεριών, όσες περισσότερες προλάβει…
Πρώτη φορά το προσέχει και η Άννα, μια ψυχή που θα καεί κι αυτή. Ξαπλωμένη βράδυ, μόνη σε μια παραλία που την αγκαλιάζει, παρασύροντας με τα δάχτυλα την υγρή της άμμο.
Είναι πραγματικά πανέμορφο! Χάνει τις στιγμές και απλά το παρακολουθεί να χαράζει καίγοντας τον νυχτερινό ουρανό. Αυτή τη μέρα αγάπησε το φεγγάρι και το άφησε να ζει μέσα της. Αυτό για αντάλλαγμα της άπλωσε χρυσό χαλί πάνω στα γαλήνια νερά της θάλασσας, μήπως και θελήσει κάποτε να το φτάσει.
Ένα φεγγάρι πονηρός κλέφτης φωτός. Δε θα ‘πρεπε κανένας να το χάσει. Μακάρι να το βλέπανε και μαζί. Αλλά είναι επιλογή του να το βλέπουν χώρια. Κι όμως είναι κρίμα να τον αφήσει να το χάσει για ένα της πείσμα! Και ήθελε πολύ να του το δείξει. Γιατί το φεγγάρι το αποψινό ήταν δικό της, ολόδικό της. Και ήθελε να το μοιραστεί μαζί του, μόνο μαζί του. Πρέπει να τον ενημερώσει να το δει. Πριν να είναι αργά. Ήδη έχει αρχίσει να χάνει την φλόγα του. Τώρα να το δει που δε θα τον κάψει, αλλά που έχει διατηρήσει κάτι από τη ζεστασιά του.
«Στέφανε αν μπορέσεις δες το φεγγάρι, είναι πολύ όμορφο για να το χάσεις» πάτησε ‘αποστολή’ και το μήνυμα έφυγε. Ούτε που το ‘νιωσε ότι το έστειλε. Σαν να μην το στείλε ποτέ. Σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα και σαν να μη την είχε αρνηθεί ποτέ. Μόνο η καρδιά χτύπησε πιο γρήγορα, προσπάθησε να αντιδράσει. Κι όμως περίμενε μια απάντηση του… για μια έστω φορά…
Μόνη στην παραλία να κοιτάει ψηλά με το κύμα να δροσίζει τα πόδια της. Το φεγγάρι έχει από ώρα ανέβει. Έχει χάσει κάθε ζωντάνια, και έχει αποκτήσει ένα ψυχρό φιλντισένιο χρώμα. Το κινητό στα χεριά βουβό, ελπίζοντας βαθιά μέσα της να έχει χαλάσει. Το μόνο που σπάει την μονοτονία της σιωπής είναι ο αφρώδης ήχος της θάλασσας.
Το κινητό τελικά χτύπησε, και ξαναχτύπησε. Φίλοι που ίσως να την ένιωσαν και να θέλουν να τη συμπαρασταθούν. Φίλοι που την κάνουν να θέλει ακόμη περισσότερο να μείνει μόνη. Μέσα της το φεγγάρι της την έκαιγε, κάνοντας την ψυχή της ένα σωρό από στάχτη.
Φωνές από μακριά που την έψαχναν την έκαναν να ξεκολλήσει από το βαλτώδες παρόν. Αποχαιρέτησε κάθε λόγο που έβρισκε για να τον δικαιολογήσει -αυταπάτες για να μη πληγωθεί περισσότερο αντικρίζοντας ίσως μια άλλη αλήθεια- έσβησε τον αριθμό του απο το κινητό, μάζεψε τα σανδάλια από την άμμο, χαμογέλασε στον ουρανό και έφυγε προς τις φωνές που την νοιάζονταν.
Καληνύχτα φεγγάρι μου, θα σε θυμάμαι πάντα κι ας χάθηκες ένα ξημέρωμα στην αυγή.
Τρίτη 8 Ιουλίου 2008
Η πικρή γεύση του τσιγάρου
ή Το παλικάρι κι η κακιά μάγισσα.
ή Οι απελπισμένες συμβουλές μιας μάνας
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μωρό… Το πιο όμορφο, το πιο γλυκό, το πιο έξυπνο, το πιο δυνατό…
Όταν άνοιγε τα μάτια φωτιζόταν όλος ο κόσμος. Όταν γελούσε η γη πλημμύριζε με χρώματα… Είχε τη μαγική δύναμη ότι αγγίζει να ανθίζει και να μοσχοβολάει. Μα πιο πολύ απ’ όλα μοσχοβολούσε το ίδιο.
Και το μωρό άρχισε να μεγαλώνει…Άνθιζαν τα χαρίσματα που απλόχερα του είχαν χαρίσει η μοίρες. Μοσχοβολούσε η ομορφιά του, η λεβεντιά του, η εξυπνάδα του, η καλοσύνη του, η αγάπη του για τη ζωή, τους ανθρώπους, τη φύση… Κι όπως σ’ όλες τις ιστορίες της ζωής, η κακιά μάγισσα ζήλεψε το παλικάρι. Μεταμορφώθηκε σε πανέμορφη νεράιδα κι ήρθε κοντά του και του είπε: « Εσύ που έχεις όλα τα χαρίσματα του κόσμου μπορείς να γευτείς χαρές που άλλοι δεν μπορούν… Άνοιξε τα μάτια σου και δες πως η ζωή σε περιμένει. Ρούφηξε την με όλες σου τις αισθήσεις χωρίς όρια, χωρίς κανόνες. Αυτοί που λένε τάχα πως σ’ αγαπούν σου βάζουν όρους για την αγάπη τους, σου βάζουν κανόνες για το πώς να ζεις, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνεις γιατί φοβούνται πως αν παραβείς τους κανόνες τους, θα γίνεις πιο σπουδαίος απ’ αυτούς.» Κι έβγαλε η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα , από τη τσέπη της ένα τσιγάρο και το πρόσφερε στο σαστισμένο νέο. «Πάρε», του είπε. «Θα σε βοηθήσει να μεγαλώσεις, να ανακαλύψεις τα όρια σου, να απελευθερωθείς από τα μη και τα πρέπει.»
Κι ο νέος το πήρε, το έβαλε δειλά στο στόμα, το άναψε με στυλ - έτσι όπως έχει δει στις διαφημίσεις, τράβηξε μια ρουφηξιά. Του φάνηκε πικρό όμως δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε να νομίσει η πανέμορφη νεράιδα ότι φερόταν σαν παιδάκι. Ήθελε να δείξει ότι μεγάλωσε. Κι άρχισε σιγά σιγά να καπνίζει…να καπνίζει… να καπνίζει. Κι ο καπνός τον ζάλισε και νόμισε πως τον πήρε στα φτερά του και τον απελευθέρωσε. Τον απελευθέρωσε από τους κανόνες, σήκωσε το ανάστημα του στα πρέπει και στα μη, έγινε αποδεκτός από την πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα, μεγάλωσε…
Κι αυτοί που τον αγαπούσαν έβλεπαν πως δεν μοσχοβολούσε πια, παρά βρομούσε ολόκληρος καπνό και νικοτίνη. Τα μαλλιά του, τα ρούχα του, η ανάσα του, έχασαν το άρωμα της δύναμης του και της ομορφιάς του και μύριζαν τη σκλαβιά του στο πάθος του, την εξάρτηση του, τον εθισμό του. Μάταια του ζητούσαν να σταματήσει. Νόμιζε πως το έκαναν για να τον ελέγχουν… Και προτιμούσε να μπλέκει όλο και πιο πολύ στα δίκτυα της πανέμορφης νεράιδας – κακιάς μάγισσας γιατί με τα μάγια της τον έκανε να πιστέψει πως η δική της η σκλαβιά ήταν η αληθινή ελευθερία. Κι όλο του έλεγε « ότι ώρα θες μπορείς να φύγεις, όποτε εσύ επιλέξεις μπορείς να σταματήσεις το τσιγάρο.» Όμως αυτός δεν το επέλεγε ποτέ γιατί ο καπνός τον έκανε όλο και πιο αδύνατο, όλο και πιο σκλάβο και φοβόταν πώς αν επέλεγε να κόψει το τσιγάρο δεν θα τα κατάφερνε. Δεν ήθελε όμως να το παραδεχτεί αυτό, γι αυτό και έλεγε ότι ήταν επιλογή του να καπνίζει και πως «ότι ώρα θέλω μπορώ να το κόψω».
Και συνέχισε να ρουφά νικοτίνη, κι’ άλλα δηλητήρια, τυλιγμένα σ’ ένα άσπρο χαρτάκι, τυλιγμένα σ’ ένα απατηλό όνειρο ομορφιάς, μαγκιάς, γοητείας. Ήταν το δώρο της πανέμορφης νεράιδας – κακιάς μάγισσας, ήταν ο δρόμος του για την ελευθερία, για την ενηλικίωση…
Με κάθε τσιγάρο έχανε πέντε λεπτά από τη ζωή του. Δεν του το είχε πει αυτό η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα.
Με κάθε τσιγάρο τα δόντια του κιτρίνιζαν όλο και πιο πολύ, έχανε την ομορφιά του.
Με κάθε τσιγάρο η ανάσα του βρωμούσε όλο και πιο πολύ, έχανε τη γοητεία του.
Με κάθε τσιγάρο έχανε την αίσθηση της γεύσης και της όσφρησης.
Δεν τον ένοιαζε; Τον ένοιαζε. Όμως η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα του είπε: «Το τσιγάρο σε συντροφεύει τις στιγμές της μοναξιάς σου. Σου δίνει κάτι να κάνεις όταν αμήχανος μες στην παρέα , περιτριγυρισμένος από κόσμο, είσαι μόνος γιατί δεν ξέρεις πραγματικά να επικοινωνείς με τους γύρω σου.»
Η απάντηση τον βόλευε. Δεν σκέφτηκε ο δύστυχος ότι μέσα του είχε ένα κόσμο πανέμορφο που απλά έπρεπε να τον αναζητήσει. Κι όταν θα τον έβρισκε θα έλαμπε ολόκληρος κι οι γύρω του θα διψούσαν να τον αγγίξουν.
Με κάθε τσιγάρο δηλητηρίαζε τα πνευμόνια του, έχανε τη δύναμη του, την αντοχή του, η αναπνοή του διαρκούσε λιγότερο, κι ο βήχας δυνάμωνε…
Με κάθε τσιγάρο η πίσσα μαζευόταν στα σωθικά του.
Με κάθε τσιγάρο, το μονοξείδιο του άνθρακα, πλημμύριζε το αίμα του.
Με κάθε τσιγάρο έκλεινε τις αρτηρίες της καρδιάς του.
Δεν τον ένοιαζε; Τον ένοιαζε. Όμως η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα του είπε: «Έτσι καταλύεις τους κανόνες που σου βάζουν οι μεγάλοι για να σε ελέγχουν. Κάνεις αυτό που εσύ θέλεις, κι όχι αυτό που σου λένε αυτοί. Ανακαλύπτεις τον εαυτό σου και τα όρια σου».
Είχε αρχίσει να μην την πολυπιστεύει, όμως δίσταζε να το παραδεχτεί. Φοβόταν ότι θα τον κορόιδευε, θα τον θεωρούσε δειλό, συμβιβασμένο, φλώρο, παιδί της μαμάς του. Δεν σκέφτηκε πως οι πραγματικοί ασυμβίβαστοι είναι αυτοί που δεν πιστεύουν τις ρεκλάμες.
Με κάθε τσιγάρο, η νικοτίνη διέγειρε τα εγκεφαλικά του κύτταρα, ώστε όσο καπνίζε τόσο πιο πολύ ήθελε να καπνίσει .
Δεν τον ένοιαζε; Τον ένοιαζε. Ήταν όμως πια εξαρτημένος. Η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα δεν χρειαζόταν να του πει τίποτα πια. Τον είχε υποτάξει. Τον είχε καλά φυλακισμένο μέσα στα δίκτυα της. Ήταν δικός της. Κι έβαζε το κεφάλι στην άμμο σαν την στρουθοκάμηλο, να μην βλέπει την σκλαβιά του, να μην βλέπει την κατάντια του, κι όλο έλεγε «Όταν θέλω θα το κόψω». Όμως δεν το έκοβε ποτέ.
Δεν το έκοβε… Και τον έβλεπαν οι μοίρες που τον είχαν μοιράνει με όλα τα χαρίσματα του κόσμου και κλαίγανε. Κι η πιο μικρή και πιο γλυκιά, δεν άντεξε, πήγε κοντά του ένα βράδυ που κοιμόταν με τη πικρή γεύση του τσιγάρου στο στόμα, και του ψιθύρισε στ’ αυτί: «Κάθε άνθρωπος μες την ψυχή του βαθιά κρύβει ένα πρωταθλητή που μπορεί να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο που θα βρεθεί μπροστά του για να κάνει σπουδαία πράγματα. Αυτό τον πρωταθλητή δεν ήθελε να βρεις η πανέμορφη νεράιδα – κακιά μάγισσα γι αυτό σου έστρεφε συνεχώς το βλέμμα σε ψεύτικα είδωλα, λαμπερά απ’ έξω και κούφια μέσα. Τον πρωταθλητή που έχεις μέσα σου πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να τον βρεις. Όμως αν τον βρεις θα μπορέσεις να τρέξεις σαν τον άνεμο, να χορέψεις σαν τους ερωδιούς, να τραγουδήσεις σαν το αηδόνι, να κολυμπήσεις σαν το δελφίνι, να μάθεις όσα όλοι οι σοφοί της γης μαζί ξέρουν, να ζωγραφίσεις με τα χρώματα που ο Θεός ζωγράφισε τη γη, να μιλήσεις με τα λόγια των μεγάλων ποιητών, να δημιουργήσεις, να αγαπήσεις, να πονάς και να χαίρεσαι για τον ζωντανό πόνο της ζωής. Αν έβρισκες τον πρωταθλητή που κρύβεις μέσα σου, θα έβρισκες τα πραγματικά όρια σου, θα έβρισκες την πραγματική ελευθερία, σαν άλλος γλάρος Ιωνάθαν, θα πετούσες σε μέρη που οι άλλοι γλάροι δεν θα μπορούσαν ούτε να ονειρευτούν μέσα στο λαμπερό σκουπιδότοπο που οι πανέμορφες νεράιδες – κακιές μάγισσες τους ρίχνουν αφού τους παγιδέψουν με χρυσά δίκτυα.»
Ο νέος ξύπνησε μ’ ένα αίσθημα χαρμολύπης να πλημμυρίζει την ψυχή του. Πρώτη φορά σκέφτηκε πως ήταν καιρός να παραδεχτεί το λάθος του. Και πρώτη φορά συνειδητοποιούσε ότι οι ελπίδες δεν χάθηκαν. Δεν χάνονται ποτέ.
Τα ψεύτικα είδωλα ήταν μπροστά του συνέχεια, στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, στα περιοδικά, στο σχολείο, στην παρέα…
Ο πρωταθλητής που είχε μέσα του ήταν καλά κρυμμένος και για να βγει, έπρεπε ο νέος να δουλέψει πολύ σκληρά. Να ασκείται καθημερινά μέχρι να πονέσουν όλοι οι μυς του κορμιού του, όλα τα κύτταρα του μυαλού του. Να κοιτάζει συνεχώς προς τα μέσα προσπαθώντας να γίνεται συνεχώς λίγο καλύτερος.
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μωρό… Το πιο όμορφο, το πιο γλυκό, το πιο έξυπνο, το πιο δυνατό…
Και το μωρό μεγάλωσε, κι έγινε ένας νέος που εξέπεμπε γύρω του φως, κι ήταν πηγή ελπίδας για όλους όσους γυρνούσαν το βλέμμα τους σ’ αυτόν. Γιατί βρήκε στο τέλος τη δύναμη να πει όχι στην κακιά μάγισσα, είδε πως η ομορφιά της δεν ήταν αληθινή, δούλεψε σκληρά μέχρι που βρήκε τον πρωταθλητή που έκρυβε μέσα του. Κι αν τον βρήκε δεν σταμάτησε να τον ψάχνει γιατί έμαθε να χαίρεται αυτή την αναζήτηση, και να απολαμβάνει το ταξίδι…..
Παρασκευή 4 Ιουλίου 2008
ελευθερία
Τη μέρα που τον άφησα στο αεροδρόμιο ένιωσα να ξαναγεννιέμαι. Θυμήθηκα τα εφηβικά πάρτι και τα φλερτ, την ταράτσα της Μυρτώς που πίναμε μπύρες και καπνίζαμε στριφτά ενώ από κάτω μας καθρεφτίζονταν τα φώτα της Αθήνας.
Πήρα το χαμόγελό μου και χάθηκα κάπου ανάμεσα στις μπογιές και τα πινέλα μου που τόσο καιρό με περίμεναν υπομονετικά. Έκανα ένα μήνα να βγω από το σπίτι. Δεν ήθελα με τίποτα να αποχωριστώ το καβαλέτο μου, για πρώτη φορά στη ζωή μου εργαζόμουν υπερωρίες και το λάτρευα! Τελικά όταν βγήκα από το σπίτι κουβαλούσα μαζί μου τη μυρωδιά που έχει το νέφτι αλλά και 30 πίνακες που θα κοσμούσαν την πρώτη μου ατομική έκθεση. Ήταν Άνοιξη.
Πέμπτη 3 Ιουλίου 2008
Το Κοχυλάκι
Χάδι γλυκό, δροσερό, θάλασσα του Αυγούστου.
Ο ήλιος σε σημάδεψε μ’ ένα φωτεινό μονοπάτι.
Ταξιδιώτης εγώ, θέλησα να τ’ ακολουθήσω,
δεν ήξερα για πού.
Το απέραντο μυστήριο σου δεν χωρούσε σε μένα.
Τους θησαυρούς σου δεν τους όριζα.
Πώς να σε συναντήσω. Πώς να σ’ αγγίξω.
Πώς να ταξιδέψω μαζί σου.
Δώσε μου ένα μόνο πετραδάκι απ’ τα πολύτιμα σου.
Ένα κοχυλάκι τόσο δα, δικό μου για πάντα.
Να ψάχνω να σε βρω μέσα στα χρώματα του.
Μέσα στους ήχους του, μέσα στις χαρακιές του.
Ν’ ακούω τις ιστορίες του. Να του λεω τις δικές μου.
Να φροντίζω νάναι πάντα λαμπερό.
Να του δίνω λίγο απ’ το δικό μου χρώμα.
Κι εσύ εκεί, απέραντη, βαθιά, πλατιά.
Εκατομμύρια κοχυλάκια γεμάτη,
χρώματα που δεν θα δω ποτέ, ήχους που δεν θ’ ακούσω.
Κόσμους που δεν θα γνωρίσω.
Φυλαχτό ανεχτίμητο, το δώρο σου τ’ αγαπημένο.
Αυτό, τα φωτεινά σου μονοπάτια θα μου δείχνει
Φτάνει εγώ να τ’ αγαπώ.
Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008
Από το ποίημα που γράψαμε τότε...
εσύ κι εγώ μαζί ένα
και τα άστρα ήλιοι συνοδεία μας
στην πορεία του πιο όμορφου θανάτου
αυτού που οδηγεί στην πιο όμορφη ζωή
κι όσα ήταν μισά και χωρισμένα
πάλι αγκαλιάζονται κι ανεβαίνουν ψηλά
οι έννοιες πια θα χαθούν
θα χαθεί το ζευγάρι μα θα μείνει το ένα
η ειρήνη θα πάρει τον πόλεμο αγκαλιά
κι ότι φαινόταν ήρεμο και γλυκό
θα φανεί πιο δυνατό από ποτέ
το φως θ' αγκαλιάσει το σκοτάδι
και μαζί θα φτιάξουν την ολότητα
ο κόσμος ήταν άνθρωποι να ξέρεις
και τώρα οι άνθρωποι θα ξαναγίνουν κόσμος.
Στους καταρράκτες όπου εξαγνιστήκαμε
και δεθήκαμε στην ιερή ένωση
τον πιο αρχαίο θεσμό
εσύ κι εγώ μαζί θα κολυμπήσουμε
και δε θα μας χωρίσουν
γιατί είμαστε θάλασσα
κι η θάλασσα δε χωρίζεται
δε νικιέται
θα χτυπήσουμε κάθε βράχο
και θ' απλωθούμε σαν στάλες στα σύννεφα
θα πάρουμε καβάλα τη λάμψη χιλιάδων ηλιαχτίδων
και θα βυθιστούμε ξανά στα χρυσά δίκτυα του βυθού μας
κι όπως θα 'μαστε εκεί ξαπλωμένοι
θα κοιτάμε το δεύτερο ουρανό μας
με σύννεφα τα κύματα
και μετά το νερό θα γίνει φύλλα
το κύμα σύννεφα και φως
που σε τυφλώνει
γι' αυτό με προστατεύεις μ' ένα φιλί
κι εγώ βλέπω το φως στα μαλλιά σου
μα το φως στα μάτια σου είναι πιο δυνατό
άφησέ με κι είναι σαν να μη μ' αφήνεις ποτέ
οι ψυχές αγκαλιάζονται, αγγίζονται
και δένονται μαζί σ' ένα σφυγμό
μια καρδιά, ένα σύμπαν.
Ήρθε η ώρα ν' αλλάξουμε τον κόσμο
εσύ κι εγώ καρδιά μου
γιατί τίποτε δεν είναι κλειστό
τα τείχη της καρδιάς μου γκρεμίζονται
ένα κατάλευκο τριαντάφυλλο με γεμίζει φως
και ποτέ δε θα ματώσει
γιατί εσύ είσαι η γη μου
εσύ ο ήλιος κι εγώ το φεγγάρι......
μ' ένα άγγιγμα νιώθω ό,τι νιώθεις
μ' ένα βλέμμα λέω αυτό που θα πεις
δε λέω το πιο ωραίο
το πόσο κοντά μου είσαι
είσαι πια το δεύτερο δέρμα μου
η αδελφή ψυχή μου......
ό,τι φοβίζει τους άλλους δε μας αγγίζει
γιατί εσύ κι εγώ πετάμε πια ψηλά
σ' ένα τίποτα που έγινε τα πάντα
σ' ένα όνειρο που έγινε αλήθεια
σε μια ουτοπία που τώρα ζει
και ρέει στο αίμα μας η αθανασία
μια ευτυχία που κρατά στιγμές και αιώνια
όταν τίποτα άλλο δεν έχει πια νόημα
όταν όλα τα έχουμε ζήσει
μα δε θα χορτάσουμε ποτέ...
η ζωή σου η ζωή μου
ο θάνατός μου ο θάνατός σου
μόνο εσύ μ' έχεις κατακτήσει
για να με κάνεις κατακτητή
και μαζί μου η αναπνοή σου σαν λάβαρο
κι οι δυο μας καλπάζουμε στη θάλασσα
δυο πολεμιστές που τίποτα πια δεν τους σταματάει....
Φτιάξαμε έναν κόσμο μόνο για μας
μ' ένα λευκό κρεβάτι κι ένα παράθυρο στο δάσος
όπου εσύ κι εγώ κοιμόμαστε
και μ' έχεις αγκαλιά
νιώθω το δέρμα σου στο δέρμα μου
και περιμένω να ξυπνήσεις
να ξυπνήσουμε για να τα κάνουμε όλα
μέχρι το τέλος που δε θα'ρθει ποτέ
περιμένω να ξυπνήσουμε
για να συναντηθούμε
και ν' αλλάξουμε τον κόσμο.
Στον Άβαραν
Τρίτη 1 Ιουλίου 2008
Yours, No One