Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008
Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008
γευσιγνωσία δεύτερη
Κι αν ακόμα είμαι ζαλισμένη από το χορό τον περίεργο των χρωμάτων και το άρωμα της πόλης με συνοδεύει σε κάθε χτύπο της καρδιάς μου, τώρα πια νιώθω πιο στέρεα τα βήματά μου και δεν περπατώ στα σύννεφα. Τώρα πια βρίσκομαι σε λιβάδι με παπαρούνες και πράσινη βλάστηση στρωμένη ώσπου φτάνει το μάτι, τώρα πια ο ήλιος που υψώνεται κάθε πρωί και τρυπώνει απ τη χαραμάδα στο μικρό μου δωμάτιο είναι πιο ζεστός και πιο φωτεινός. Αισθάνομαι να κρατώ στο χέρι μπαλόνια˙ μπαλόνια πολύχρωμα κρατώ στο δεξί χέρι κι ετοιμάζομαι να τα αφήσω ελεύθερα στο γαλάζιο ουρανό να σχηματίσουν αερόστατα. Έχω τόσα πολλά μπαλόνια στο χέρι, θέλω τόσο πολύ να τα αφήσω να πετάξουν, δεν το σκέφτομαι καν, τα αφήνω και φεύγουν, πετούν μακριά μαζί με τα πουλιά.
γευσιγνωσία πρώτη
Κι η καρδιά μου που χτυπά ασταμάτητα και δεν ξέρω τι να την κάνω… Θα ξυπνήσω μια μέρα και θα κοιτάξω στο στέρνο και δεν θα είναι εκεί …
Πιστεύω να βρω την ηρεμία μου μέσα στο πλήθος και να γίνω ένα με τους ήχους της πόλης σύντομα. Τα χρώματά της με συναρπάζουν. Όπου κοιτάξω βλέπω χρώματα όπως αυτά της ίριδας. Όλη η πόλη μια υπαίθρια αγορά που πουλά αγαθά παντός είδους. Θυμώνω με τον εαυτό μου που παρασύρεται και αφήνει να τον παγιδεύσει η δίνη του μοντέρνου. Δεν έχω σκοπό να αφεθώ πλήρως το ορκίζομαι ˙ απλά θέλω για λίγο να γευτώ την νοτιά της, πασχίζω να ζωντανέψω στους ατελείωτους δρόμους της και να χαθώ στα κτίρια που μοιάζουν όλα φτιαγμένα από τα χέρια του ίδιου καλλιτέχνη.
Θέλω να χαζέψω τις βιτρίνες στην πιο πολυσύχναστη λεωφόρου του καταναλωτισμού, τουρίστας στα κόκκινα λεωφορεία γυρεύω σε κάθε φωτογραφία να φυλάξω λίγη από την μαγεία του σύμπαντος που ζω… Την ίδια στιγμή η γη αγκομαχά κάτω από τον ήλιο και οι καρδιές που περιδιαβαίνουν και αλλάζουν στάσεις και δρομολόγια μύριες στον υπόγειο σιδηρόδρομο.
Πιστεύω να βρω την ηρεμία μου μέσα στο πλήθος και να γίνω ένα με τους ήχους της πόλης σύντομα. Τα χρώματά της με συναρπάζουν. Όπου κοιτάξω βλέπω χρώματα όπως αυτά της ίριδας. Όλη η πόλη μια υπαίθρια αγορά που πουλά αγαθά παντός είδους. Θυμώνω με τον εαυτό μου που παρασύρεται και αφήνει να τον παγιδεύσει η δίνη του μοντέρνου. Δεν έχω σκοπό να αφεθώ πλήρως το ορκίζομαι ˙ απλά θέλω για λίγο να γευτώ την νοτιά της, πασχίζω να ζωντανέψω στους ατελείωτους δρόμους της και να χαθώ στα κτίρια που μοιάζουν όλα φτιαγμένα από τα χέρια του ίδιου καλλιτέχνη.
Θέλω να χαζέψω τις βιτρίνες στην πιο πολυσύχναστη λεωφόρου του καταναλωτισμού, τουρίστας στα κόκκινα λεωφορεία γυρεύω σε κάθε φωτογραφία να φυλάξω λίγη από την μαγεία του σύμπαντος που ζω… Την ίδια στιγμή η γη αγκομαχά κάτω από τον ήλιο και οι καρδιές που περιδιαβαίνουν και αλλάζουν στάσεις και δρομολόγια μύριες στον υπόγειο σιδηρόδρομο.
(...)Aρχίζει πάλι το ψιλόβροχο κι εγώ τυφλά περπατώντας, θολωμένη ακόμα από τη λάμψη της πόλης, προσπαθώ να συνέλθω για να κάνω αυτό για το οποίο ήρθα εδώ…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)