Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

Πικρή γεύση


-Πιστός στο ρόλο του

συνέχιζε να πληγώνει

σ' ένα έργο δίχως θεατές

μια ανόητη μαριονέτα

μιας κάποιας ανήθικης σκηνοθέτριας.


Φοβόταν να χειροκροτήσει απο τα παρασκήνια, μήπως τον τάραζε ο απόκοσμος ήχος και καταλάβαινε πως η σκηνή είχε αποκαλυφθεί.

Έφταιγε κι αυτή? ήταν το χέρι της που του βαλε τη μάσκα? Δε θα μάθαινε ποτέ.

Την είχε απογοητεύσει ο θεατρίνος. Άφησε πικρή την τελευταία γεύση στο στόμα της.

Αλλά κάποτε του 'χε χαρίσει κομμάτι της καρδιάς της, χωρίς να πάρει πίσω. Και τώρα το κενό αυτό άρχισε να το αγαπάει. Έβαλε κι ένα -με δάκρυα ποτισμένο- λουλούδι στη θέση του, και τώρα η καρδιά της είναι ανθισμένη!

Μα, κάπου- κάπου, το λουλούδι- ξένο σώμα
η καρδιά αναζητά το κομμάτι της ξανά.

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Βροχή

Μεγάλες σταγόνες βροχής μαστίγωναν το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν γκρίζος όμως όχι ιδιαίτερα σκοτεινός. Ακριβώς όπως του άρεζε.
Σηκώθηκε νωχελικά απ’ το κρεβάτι. Κάθισε για λίγο κοιτάζοντας για λίγο έξω από το παράθυρο.
Δέντρα. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του έβλεπε δέντρα. Λάτρευε τη θέα απ το δωμάτιο του. Ήξερε ότι αν πλησίαζε και κοιτούσε προς τ’ αριστερά θα έβλεπε την πόλη να απλώνεται προς τη δύση. Εκέινη την μέρα λίγα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν στους δρόμους και ακόμα λιγότεροι άνθρωποι.
Ενώ στα δεξιά και προς την ανατολή, ήταν η λίμνη. Η λίμνη που τη στοίχειωναν τόσες ιστορίες και για καιρό δεν είχε πιστέψει.
Βγήκε από το δωμάτιο. Το ξύλινο πάτωμα έτριζα κάτω από το βάρος των νωχελικών βημάτων. Προσπέρασε το σαλόνι και έφτασε την κουζίνα. Έβαλε νερό να ζεσταίνεται και πήγε στο μπάνιο. Πλύθηκε και συνήλθε. Επέστρεψε στην κουζίνα και έφτιαξε ένα φλιτζάνι αχνιστό καφέ. Γύρισε στο δωμάτιο.

Η βροχή είχε δυναμώσει. Ο ουρανός σκοτείνιασε κι άλλο.
Τράβηξε την καρέκλα και έκατσε στο πιάνο, μπροστά από το παράθυρο. Ακούμπησε το φλιτζάνι του στο λευκό ξύλο και χάιδεψε τα πλήκτρα. Πήρε μια βαθιά, ήπιε μια γουλιά καφέ και ξεκίνησε να παίζει το τελευταίο κομμάτι που είχε συνθέσει.
Σι Λα Φα# Ντο Σολ…Στην αρχή μείζονα κλίμακα και στη συνέχεια ελλάσονα.
Έφτανε στην κορύφωση του κομματιού. Δεν κοιτούσε πλέον την παρτιτούρα- δε τον ένοιαζε τι έπαιζε. Ήταν διαφορετικό από αυτό που είχε αρχικά γράψει, ακουγόταν όμως το ίδιο όμορφα. Κοίταζε έξω από το παράθυρο.
Τον είχε απορροφήσει η βροχή’ η κίνηση των κλαδιών κάτω από το χτύπημα του νερού.
Η κορύφωση. Μια νότα μετά. Σταμάτησε.
Το πιάνο δε τον γέμιζε. Σηκώθηκε και έκανε το γύρο του δωματίου.
Τα πάντα ήταν ταχτοποιημένα. Ένα βάζο με φρέσκα λουλούδια πάνω στο γραφείο που βρισκόταν στη γωνία απέναντι από το κρεβάτι. Κανένας τοίχος δεν ήταν γυμνός. Είχαν είτε μια βιβλιοθήκη ή κάποιον πίνακα. Κι όμως δεν τον έπνιγαν. Ίσα-ίσα αισθανόταν ελεύθερος στο δωμάτιο του όσο πουθενά αλλού.
Έπιασε στην τύχη ένα βιβλίο και ξάπλωσε και πάλι. Ίσα που διάβασε 2 -3 σελίδες όταν το βαρέθηκε και αυτό.
Ήξερε τι ήθελε να κάνει. Φοβόταν όπως την πρώτη φορά, όμως το ήθελε. Σηκώθηκε για άλλη μια φορά και βγήκε από το δωμάτιο. Ανέβηκε με αποφασιστικά βήματα στη σοφίτα. Εκεί ακολούθησε τη σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στη στέγη. Άνοιξε την καταπακτή και βγήκε στη βρεγμένη στέγη.
Όταν στάθηκε όρθιος είχε ήδη γίνει μούσκεμα, αλλά δε τον πολυένοιαζε.
Η θέα ήταν μαγευτική. Ακόμα περισσότερα δέντρα- μπορούσε να δει ολόκληρη τη λίμνη να ταράσσετε από τη βροχή.
Κανένα αυτοκίνητο και κανένας άνθρωπος πλέον από το δρόμο.
Πλησίασε περισσότερο προς την άκρη. Από το μέτωπο του κύλισαν δύο σταγόνες νερό μες στα μάτια του.
Σκούπισε το πρόσωπο του με τις παλάμες του. πήρε μια βαθιά ανάσα και έπεσε.

Λίγο πριν τη σύγκρουση, τίναξε με δύναμη τα φτερά του και πέταξε ψηλά. Είχε γίνει και πάλι ένα λευκό πουλί. Πάλι ελεύθερος. Εάν με τον αέρα, τον ουρανό, τον Πατέρα.
Πέταξε με δύναμη μέσα από τα σύννεφα. Ανέβηκε λίγο πιο ψηλά. Εκεί που δεν έβρεχε. Πετούσε ανάμεσα σε λευκά και γκρίζα σύννεφα. Από κάτω, όταν η ορατότητα ο επέτρεπε, κοιτούσε τη γη. Το σπίτι, τη λίμνη, την πόλη, τη ζωή του.
Τώρα δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν πουλί. Ελεύθερος – δε τα χρειαζόταν όλα αυτά. Το τοπίο ήταν ονειρεμένο. Άπειρα λιβάδια και μερικά σπίτια σκορπισμένα στην πεδιάδα.
Κάπου υπήρχε και μία παιδική χαρά- αυτό ήταν κάποτε τουλάχιστον.
Η τελευταία εικόνα που του είχε μείνει καθώς απομακρυνόταν ήταν η κούνια να λικνίζεται από μόνη της. Σαν κάποιο αόρατο ξωτικό να έπαιζε μαζί της. Όμως δεν ήταν κάνεις εκεί. Δε ξαναπλησίασε εκεί. Ήταν πολλές οι αναμνήσεις, δεν άντεχε.
Ήξερε ότι πετούσε από πάνω της και την προσπέρασε. Μείωσε το ύψος του και πλησίασε τη γη. Βρεχόταν. Ένιωθε τα χόρτα και τα αγριολούλουδα να χαϊδεύουν το σώμα του.
Κρωξίματα. Κραυγές. Έστριψε το κεφάλι του και κοίταξε πίσω του. 5 κοράκια τον ακολουθούσαν ή καλύτερα, τον κυνηγούσαν. Έκραζαν σα δαιμονισμένα. Μάλλον δε τους είχε αρέσει το γεγονός ότι είχε μπει στα χωράφια τους, στον κόσμο του και στην ελευθερία τους. Αυτός- ένας άνθρωπος.
Κέρδισε πάλι ύψος. Προσπάθησε να τους ξεφύγει αλλά μάταια. Ήξερε ότι πάλι θα τον πιάνανε. Κι όντως σε μερικά δευτερόλεπτα τον είχαν κυκλώσει και πετούσαν γύρω του. Η επίθεση δεν άργησε.
Τα ράμφη τους τρυπούσαν τη σάρκα του, ξέσκιζαν τα φτερά του.
Η πτώση. Έπεφτε γρήγορα με ταχύτητα. Τα κοράκια βεβαιώθηκαν ότι είχαν νικήσει, έτσι πέταξαν μακριά…
Λίγο πριν τη σύγκρουση, βρέθηκε στο δωμάτιο του.
Ήταν μούσκεμα και λαχανιασμένος. Από τις άκρες των ματιών του αιμορραγούσε. Οι στάλες του αίματος έμοιαζαν με πορφυρά δάκρυα έτσι πως αυλάκωναν το πρόσωπο του.
Σηκώθηκε από το πάτωμα και πλησίασε το γραφείο. Πήρε μία κόλα χαρτί. Μία σταγόνα αίματος έπεσε και πότισε το κέντρο του χαρτιού.

Έγραψε….

ΤΕΛΟΣ.

Δημιούργησε έναν κόσμο- και πάλι…






Δε μπορείτε να πείτε...Άργησα αλλά έβαλα καινούργια πραγματάκια! More to come!

The sacrifice was never done

The sacrifice was never done
A wooden cross
Awaits empty with a ghost
Leaving its last breath

No lamp to die tonight
Whole world’s undone
Will life begun?

The sacrifice was never done
Sweet salvation withered
Before it’s even born
No blood to shield the Arch
One heart remains to stop

Doomed to spent eternity
In black tears
-tears that we face
The One chose to live
Dark wings on our backs
Thorns in our hearts

The sacrifice was never done
Death’s the enemy
Who stands in his way
Crescent moon will wash away the blood
The spirit died
A heart forgot to bit

Heaven’s tear broke the spell
The sacrifice is done
The dream is gone

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Νανούρισμα

Νανούρισμα μωράκι μου
θέλω να τραγουδήσω,
στην αγκαλιά μου τρυφερά
θέλω να σε κρατήσω.
Μ’ ονειροσέντονο απαλό
ζεστά να σε σκεπάσω
πούχει στολίδια και φλουριά
αγάπη, προσευχή, καρδιά.
Το κέντησα για σένανε
κλωστές από μετάξι
της άνοιξης τα χρώματα
της θάλασσας τη χάρη
τ’ αηδονιού τη μουσική
το φως απ’ το φεγγάρι
Έχει αστέρια λαμπερά
όνειρα για να κάνεις,
έχει αγέρα δροσερό
χάδι που διώχνει το κακό.
Όμως…τ’ ονειροσέντονο μικρό,
και σαν το ξεπεράσεις
να το πετάξεις μακριά.
Μη λυπηθείς, μη φοβηθείς
ακόμη κι αν σπαράξω.
Εσύ μεγάλο τώρα πια
κεντίδια και μαλάματα
πιο λαμπερά, πιο χαρωπά,
δικά σου θε να φτιάξεις.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008






Σιωπή - η σιωπή σου

Πνιγμένοι λυγμοί - η σιωπή μου

Αδιαφορία - η σιωπή σου στη σιωπή μου



-πετάω πέτρες για να τη σπάσω,
μα αυτό που σπάει είναι η δική μου
απο τα βογκητά της προσπάθειας μου




Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

γευσιγνωσία δεύτερη



Κι αν ακόμα είμαι ζαλισμένη από το χορό τον περίεργο των χρωμάτων και το άρωμα της πόλης με συνοδεύει σε κάθε χτύπο της καρδιάς μου, τώρα πια νιώθω πιο στέρεα τα βήματά μου και δεν περπατώ στα σύννεφα. Τώρα πια βρίσκομαι σε λιβάδι με παπαρούνες και πράσινη βλάστηση στρωμένη ώσπου φτάνει το μάτι, τώρα πια ο ήλιος που υψώνεται κάθε πρωί και τρυπώνει απ τη χαραμάδα στο μικρό μου δωμάτιο είναι πιο ζεστός και πιο φωτεινός. Αισθάνομαι να κρατώ στο χέρι μπαλόνια˙ μπαλόνια πολύχρωμα κρατώ στο δεξί χέρι κι ετοιμάζομαι να τα αφήσω ελεύθερα στο γαλάζιο ουρανό να σχηματίσουν αερόστατα. Έχω τόσα πολλά μπαλόνια στο χέρι, θέλω τόσο πολύ να τα αφήσω να πετάξουν, δεν το σκέφτομαι καν, τα αφήνω και φεύγουν, πετούν μακριά μαζί με τα πουλιά.

γευσιγνωσία πρώτη




Κι η καρδιά μου που χτυπά ασταμάτητα και δεν ξέρω τι να την κάνω… Θα ξυπνήσω μια μέρα και θα κοιτάξω στο στέρνο και δεν θα είναι εκεί …
Πιστεύω να βρω την ηρεμία μου μέσα στο πλήθος και να γίνω ένα με τους ήχους της πόλης σύντομα. Τα χρώματά της με συναρπάζουν. Όπου κοιτάξω βλέπω χρώματα όπως αυτά της ίριδας. Όλη η πόλη μια υπαίθρια αγορά που πουλά αγαθά παντός είδους. Θυμώνω με τον εαυτό μου που παρασύρεται και αφήνει να τον παγιδεύσει η δίνη του μοντέρνου. Δεν έχω σκοπό να αφεθώ πλήρως το ορκίζομαι ˙ απλά θέλω για λίγο να γευτώ την νοτιά της, πασχίζω να ζωντανέψω στους ατελείωτους δρόμους της και να χαθώ στα κτίρια που μοιάζουν όλα φτιαγμένα από τα χέρια του ίδιου καλλιτέχνη.
Θέλω να χαζέψω τις βιτρίνες στην πιο πολυσύχναστη λεωφόρου του καταναλωτισμού, τουρίστας στα κόκκινα λεωφορεία γυρεύω σε κάθε φωτογραφία να φυλάξω λίγη από την μαγεία του σύμπαντος που ζω… Την ίδια στιγμή η γη αγκομαχά κάτω από τον ήλιο και οι καρδιές που περιδιαβαίνουν και αλλάζουν στάσεις και δρομολόγια μύριες στον υπόγειο σιδηρόδρομο.





(...)Aρχίζει πάλι το ψιλόβροχο κι εγώ τυφλά περπατώντας, θολωμένη ακόμα από τη λάμψη της πόλης, προσπαθώ να συνέλθω για να κάνω αυτό για το οποίο ήρθα εδώ…