Μεγάλες σταγόνες βροχής μαστίγωναν το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν γκρίζος όμως όχι ιδιαίτερα σκοτεινός. Ακριβώς όπως του άρεζε.
Σηκώθηκε νωχελικά απ’ το κρεβάτι. Κάθισε για λίγο κοιτάζοντας για λίγο έξω από το παράθυρο.
Δέντρα. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του έβλεπε δέντρα. Λάτρευε τη θέα απ το δωμάτιο του. Ήξερε ότι αν πλησίαζε και κοιτούσε προς τ’ αριστερά θα έβλεπε την πόλη να απλώνεται προς τη δύση. Εκέινη την μέρα λίγα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν στους δρόμους και ακόμα λιγότεροι άνθρωποι.
Ενώ στα δεξιά και προς την ανατολή, ήταν η λίμνη. Η λίμνη που τη στοίχειωναν τόσες ιστορίες και για καιρό δεν είχε πιστέψει.
Βγήκε από το δωμάτιο. Το ξύλινο πάτωμα έτριζα κάτω από το βάρος των νωχελικών βημάτων. Προσπέρασε το σαλόνι και έφτασε την κουζίνα. Έβαλε νερό να ζεσταίνεται και πήγε στο μπάνιο. Πλύθηκε και συνήλθε. Επέστρεψε στην κουζίνα και έφτιαξε ένα φλιτζάνι αχνιστό καφέ. Γύρισε στο δωμάτιο.
Η βροχή είχε δυναμώσει. Ο ουρανός σκοτείνιασε κι άλλο.
Τράβηξε την καρέκλα και έκατσε στο πιάνο, μπροστά από το παράθυρο. Ακούμπησε το φλιτζάνι του στο λευκό ξύλο και χάιδεψε τα πλήκτρα. Πήρε μια βαθιά, ήπιε μια γουλιά καφέ και ξεκίνησε να παίζει το τελευταίο κομμάτι που είχε συνθέσει.
Σι Λα Φα# Ντο Σολ…Στην αρχή μείζονα κλίμακα και στη συνέχεια ελλάσονα.
Έφτανε στην κορύφωση του κομματιού. Δεν κοιτούσε πλέον την παρτιτούρα- δε τον ένοιαζε τι έπαιζε. Ήταν διαφορετικό από αυτό που είχε αρχικά γράψει, ακουγόταν όμως το ίδιο όμορφα. Κοίταζε έξω από το παράθυρο.
Τον είχε απορροφήσει η βροχή’ η κίνηση των κλαδιών κάτω από το χτύπημα του νερού.
Η κορύφωση. Μια νότα μετά. Σταμάτησε.
Το πιάνο δε τον γέμιζε. Σηκώθηκε και έκανε το γύρο του δωματίου.
Τα πάντα ήταν ταχτοποιημένα. Ένα βάζο με φρέσκα λουλούδια πάνω στο γραφείο που βρισκόταν στη γωνία απέναντι από το κρεβάτι. Κανένας τοίχος δεν ήταν γυμνός. Είχαν είτε μια βιβλιοθήκη ή κάποιον πίνακα. Κι όμως δεν τον έπνιγαν. Ίσα-ίσα αισθανόταν ελεύθερος στο δωμάτιο του όσο πουθενά αλλού.
Έπιασε στην τύχη ένα βιβλίο και ξάπλωσε και πάλι. Ίσα που διάβασε 2 -3 σελίδες όταν το βαρέθηκε και αυτό.
Ήξερε τι ήθελε να κάνει. Φοβόταν όπως την πρώτη φορά, όμως το ήθελε. Σηκώθηκε για άλλη μια φορά και βγήκε από το δωμάτιο. Ανέβηκε με αποφασιστικά βήματα στη σοφίτα. Εκεί ακολούθησε τη σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στη στέγη. Άνοιξε την καταπακτή και βγήκε στη βρεγμένη στέγη.
Όταν στάθηκε όρθιος είχε ήδη γίνει μούσκεμα, αλλά δε τον πολυένοιαζε.
Η θέα ήταν μαγευτική. Ακόμα περισσότερα δέντρα- μπορούσε να δει ολόκληρη τη λίμνη να ταράσσετε από τη βροχή.
Κανένα αυτοκίνητο και κανένας άνθρωπος πλέον από το δρόμο.
Πλησίασε περισσότερο προς την άκρη. Από το μέτωπο του κύλισαν δύο σταγόνες νερό μες στα μάτια του.
Σκούπισε το πρόσωπο του με τις παλάμες του. πήρε μια βαθιά ανάσα και έπεσε.
Λίγο πριν τη σύγκρουση, τίναξε με δύναμη τα φτερά του και πέταξε ψηλά. Είχε γίνει και πάλι ένα λευκό πουλί. Πάλι ελεύθερος. Εάν με τον αέρα, τον ουρανό, τον Πατέρα.
Πέταξε με δύναμη μέσα από τα σύννεφα. Ανέβηκε λίγο πιο ψηλά. Εκεί που δεν έβρεχε. Πετούσε ανάμεσα σε λευκά και γκρίζα σύννεφα. Από κάτω, όταν η ορατότητα ο επέτρεπε, κοιτούσε τη γη. Το σπίτι, τη λίμνη, την πόλη, τη ζωή του.
Τώρα δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν πουλί. Ελεύθερος – δε τα χρειαζόταν όλα αυτά. Το τοπίο ήταν ονειρεμένο. Άπειρα λιβάδια και μερικά σπίτια σκορπισμένα στην πεδιάδα.
Κάπου υπήρχε και μία παιδική χαρά- αυτό ήταν κάποτε τουλάχιστον.
Η τελευταία εικόνα που του είχε μείνει καθώς απομακρυνόταν ήταν η κούνια να λικνίζεται από μόνη της. Σαν κάποιο αόρατο ξωτικό να έπαιζε μαζί της. Όμως δεν ήταν κάνεις εκεί. Δε ξαναπλησίασε εκεί. Ήταν πολλές οι αναμνήσεις, δεν άντεχε.
Ήξερε ότι πετούσε από πάνω της και την προσπέρασε. Μείωσε το ύψος του και πλησίασε τη γη. Βρεχόταν. Ένιωθε τα χόρτα και τα αγριολούλουδα να χαϊδεύουν το σώμα του.
Κρωξίματα. Κραυγές. Έστριψε το κεφάλι του και κοίταξε πίσω του. 5 κοράκια τον ακολουθούσαν ή καλύτερα, τον κυνηγούσαν. Έκραζαν σα δαιμονισμένα. Μάλλον δε τους είχε αρέσει το γεγονός ότι είχε μπει στα χωράφια τους, στον κόσμο του και στην ελευθερία τους. Αυτός- ένας άνθρωπος.
Κέρδισε πάλι ύψος. Προσπάθησε να τους ξεφύγει αλλά μάταια. Ήξερε ότι πάλι θα τον πιάνανε. Κι όντως σε μερικά δευτερόλεπτα τον είχαν κυκλώσει και πετούσαν γύρω του. Η επίθεση δεν άργησε.
Τα ράμφη τους τρυπούσαν τη σάρκα του, ξέσκιζαν τα φτερά του.
Η πτώση. Έπεφτε γρήγορα με ταχύτητα. Τα κοράκια βεβαιώθηκαν ότι είχαν νικήσει, έτσι πέταξαν μακριά…
Λίγο πριν τη σύγκρουση, βρέθηκε στο δωμάτιο του.
Ήταν μούσκεμα και λαχανιασμένος. Από τις άκρες των ματιών του αιμορραγούσε. Οι στάλες του αίματος έμοιαζαν με πορφυρά δάκρυα έτσι πως αυλάκωναν το πρόσωπο του.
Σηκώθηκε από το πάτωμα και πλησίασε το γραφείο. Πήρε μία κόλα χαρτί. Μία σταγόνα αίματος έπεσε και πότισε το κέντρο του χαρτιού.
Έγραψε….
ΤΕΛΟΣ.
Δημιούργησε έναν κόσμο- και πάλι…
Δε μπορείτε να πείτε...Άργησα αλλά έβαλα καινούργια πραγματάκια! More to come!